ΓΗ-ΝΕΚΥΙΑ/ Έκθεση στην Project Gallery

ΓΗ-ΝΕΚΥΙΑ

Πέντε συν μία γυναίκες συναντιούνται σε έναν μαντικό κύκλο, σε ένα εικαστικό αντι-μοιρολόϊ, για να μοιραστούν το άσμα της ζωής και του θανάτου.

Επιμέλεια – Κείμενα: Μαρία Γιαγιάννου

Συμμετέχουν οι καλλιτέχνιδες:

  • Μαργαρίτα Βασιλάκου,
  • Κυριακή Μαυρογεώργη,
  • Λαμπρινή Μποβιάτσου,
  • Ισμήνη Μπονάτσου
  • Αννέττα Σπανουδάκη

Σπονδές

Στην Ραψωδία Λ΄ της ομηρικής Οδύσσειας, την επονομαζόμενη Νέκυια, ο Οδυσσέας επισκέπτεται τον Άδη, με σκοπό να ενημερωθεί από τον μάντη Τειρεσία για το πώς θα φτάσει στον ονειρεμένο προορισμό του. Μετά την τελετουργική επίκληση των νεκρών με την προσφορά των απαραίτητων σπονδών, ο Οδυσσέας θα συναντηθεί με τους κατοίκους του Άδη: με έναν άταφο ήρωα που ζητά ταφή, με την ίδια τη μητέρα του, με τους ήρωες του Τρωϊκού πολέμου, με βασανισμένες ψυχές όπως ο Σίσυφος, καθώς και με γυναίκες (θυγατέρες και συζύγους) που υπέφεραν όσο ζούσαν. Η επίκληση των νεκρών με σκοπό το προμάντεμα του μέλλοντος τοποθετεί ανάστροφα τη ζωή εντός του θανάτου και την κάνει να έπεται. Η ζωή σκάει από τον σπόρο του θανάτου, θα συμβεί μετά, ξεφυτρώνει από το παρελθόν που, φορτωμένο με πείρα, είναι σε θέση να κάνει προβλέψεις για το μέλλον. Πόσο μάλλον όταν οι προβλέψεις φθάνουν διαμέσου του Τειρεσία, του μυθικού μάντη που έχει υπάρξει και γυναίκα, άρα δεν μπορεί παρά να διαθέτει πληρέστερη γνώση του κόσμου και μεγαλύτερη διορατικότητα.

Στην έκθεση «Γη-Νέκυια» πέντε γυναίκες συναντιούνται σε έναν μαντικό κύκλο, σε ένα εικαστικό αντι-μοιρολόϊ, για να μοιραστούν το άσμα της ζωής και του θανάτου. Το γλωσσικό παίγνιο του τίτλου «Γη-Νέκυια» (=γυναίκεια), που εμπνεύστηκαν οι πέντε επίμονες υφάντρες, συνδέει θαρρετά το ιστορικό, κοινωνικό, βιολογικό υπέδαφος της γυναικείας ταυτότητας με τη σκοτεινή κοιλιά της γης. Ταυτόχρονα ενώνει την ολόφωτη ανθοφορία με τις υπόγειες ρίζες της. Η Μαργαρίτα Βασιλάκου, η Κυριακή Μαυρογεώργη, η Λαμπρινή Μποβιάτσου, η Ισμήνη Μπονάτσου, η Αννέττα Σπανουδάκη εκθέτουν ένα εικαστικό ερωτηματολόγιο με σκοπό τη διαλεύκανση των γρίφων μιας ηδείας αλλά και επώδυνης ζωής. Με τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και τις φωτογραφίες των νεαρών λεχώνων στα βομβαρδισμένα μαιευτήρια να συγκλονίζουν τον πλανήτη, οι μικρές μάχες των γυναικείων διεκδικήσεων ενάντια στην εμπόλεμη καθημερινότητα της έμφυλης βίας, ακόμα και στις προηγμένες δυτικές κοινωνίες, ανοίγουν μικρές φωτεινές χαραμάδες. 

Οι πέντε καλλιτέχνιδες απευθύνονται σε όλες τις όψεις της γυναικείας ύπαρξης σ’ έναν μεταμοντέρνο κόσμο με αρχαίες ρίζες, στοχάζονται και εμπνέουν χωρίς να βροντοφωνάζουν, ορίζοντας τη δική τους πολυμορφική τελετουργία. Αν αυτός ο τόπος συνάντησης είναι ένας καμουφλαρισμένος λάκκος από τον οποίο θα ξεπηδήσουν οι προφητείες, τότε γύρω του οι πέντε γυναίκες έχουν κιόλας στάξει τις σπονδές τους: χυτή πορσελάνη, άπειρα μολύβια χρησιμοποιημένα μέχρι εκατοστού, ρετάλια από κόκκινο βελούδο, βελονάκια με απομεινάρια μαύρου νήματος, κόκκινες κλωστές, χάρτινες δαντέλες. Ας συναντήσουμε μαζί τους τις ψυχές που οι σπονδές ανεβάσανε απ’ τα βάθη.

Τα Σουν-γκα που επιπλέουν / Μαργαρίτα Βασιλάκου

Στα έργα της Μαργαρίτας Βασιλάκου το γυμνό σώμα επιδεικνύει την ηδονή του σε μια μολυβένια γιορτή απενοχοποιημένης σεξουαλικότητας. Ο τρόπος που η καλλιτέχνις εικονογραφεί την ερωτική πράξη, με τη γυναίκα στην κεντρική θέση, έχει κάτι από τη γιαπωνέζικη προσήλωση των χαρακτικών Ουκίγιο-ε (= Τέχνη του επιπλέοντος κόσμου) και συγκεκριμένα των ερωτογραφιών της Ιαπωνίας του 17ου αιώνα Σουν-γκα (= Εικόνες της άνοιξης). Σ’ αυτή την ιεροτελεστία του ξυπνήματος των αισθήσεων, η βασίλισσα Αφή απλώνει ανοικονόμητα τους πλοκάμους των χεριών και των ποδιών της. Όπως και στα Σουν-γκα, ένας ιαπωνικής ευαισθησίας μανιερισμός βάζει τα δάχτυλα να διευθύνουν την ερωτική συμφωνία, ενώ κρατά τα μάτια κλειστά.

Σ’ αυτό το όχι και τόσο Ατυχές Πήδημα ή Παλαβό Πορνό, σε αντίθεση με την ταινία του Ρουμάνου Ράντου Ζούντα, τα πρόσωπα της Βασιλάκου προστατεύονται από τη δημόσια έκθεση εξασφαλίζοντας την ανωνυμία πίσω απ’ τα πανομοιότυπα χαρακτηριστικά τους αλλά και μέσα στον στρουθοκαμηλισμό του αυτοερωτισμού. Δεν βλέπουν και άρα προστατεύονται από την επίγνωση ότι βλέπονται. Τα σφαλιστά βλέφαρα είναι μια επιβεβαίωση της ιδιωτικότητας της ηδονής (που φυσικά ανατρέπεται από την παρουσία του θεατή, μα και επιβεβαιώνεται μέσω της άρσης της) αλλά μοιάζει και με αυτόματη αντίδραση των δραστήριων πορτραίτων σε όσα θα έβλεπαν αν άνοιγαν τα μάτια προς τον κόσμο. Οι εικόνες της άνοιξης δεν είναι γύρω τους, είναι μέσα τους – εκεί χρειάζεται να κοιτάξουν οι εραστές.

Το φύλο των εραστών δεν είναι αυστηρά καθορισμένο. Ναι μεν οι δύο πόλοι του φάσματος βρίσκονται εδώ, αλλά τα χαρακτηριστικά φύλου αμβλύνονται από τη συχνή απουσία της κόμης, από την έντονη ομοιότητα των προσώπων, από την υπεράνω φύλου συμμετοχή στο όργιο της άνοιξης. Στα δύο κατακόρυφα λάβαρα της εικαστικού τα στερεότυπα φορούν ένα φωτοστέφανο που με χιούμορ καταυγάζει τις διαφορές τους και κυρίως κατακράζει τα δεσμά τους.

Το κόκκινο νήμα είναι ένα αγαπημένο μοτίβο της Βασιλάκου. Ένας λώρος ζωής, μια αρτηρία που διατρέχει το σώμα των έργων ρυθμίζει το καρδιαγγειακό τους σύστημα. Αν δεν σε παγιδεύσει, δεν μπορεί να σε προστατεύσει από τη διάλυση. Σαν να λέμε, είναι ένα σκληρό συμβόλαιο ελευθερίας. Προκειμένου αυτό το ευάλωτο, γυμνό κορμί να μην απωλέσει τα μετέωρα μέλη του, που αποκολλημένα και αβαρή σαν μπαλόνια επιμένουν να πλαισιώνουν τον σωματικό πυρήνα, χρειάζεται το κόκκινο κορδόνι, μαζί τυραννικό και απαραίτητο σαν το μεγάλο αφεντικό μας, την Καρδιά. Χωρίς αυτό, ο «επιπλέον κόσμος» θα μας ρουφήξει. Χωρίς αυτό, η ηδονή δεν θα έχει έρμα. Να, δείτε τα χέρια-λουλούδια στην τόσο λυρική ερωτογραφία της «Όφις και κρίνα» ∙ πρόκειται για αγγέλους ηδονής αποκομμένους από σώμα, που τους φέρνει μέχρις εδώ αυτό το κόκκινο υπερ-λειτουργικό καλώδιο. Αναζητήστε και το λιλιπούτειο κόκκινο μισοφέγγαρο, σιωπηλή σφραγίδα, ένα σεληνιακό ρολόι που μας θυμίζει το γέμισμα του χρόνου. Ένα memento mori – μικρό δρεπάνι∙  μια άλλη όψη του άδειου κρανίου.

Μαργαρίτα Βασιλάκου, Αυτοευνουχισμός, 2021. Χαρτί, γραφίτης, χρωματιστά μολύβια.

Οι παραστάσεις της Βασιλάκου δεν βρίσκονται στο κενό. Ο χώρος πάντα σηματοδοτείται από τα ανοίγματα στους τοίχους και την ύπαρξη πατώματος. Αν το σκάκι πάνω στο οποίο δρουν οι φιγούρες της πιέζει να γίνουν οι σωστές κινήσεις, πάντα υπάρχει κάπου γύρω και μια δυνατότητα διαφυγής – είτε προς τα έξω, στο πίσω, αθέατο μέρος του έργου, είτε προς τα μέσα, ακόμα πιο βαθιά στον πίνακα, στην ασφάλεια της οικίας. Οι πύλες του Σώματος, του Άδη, του Παραδείσου συγκοινωνούν στις εικόνες μιας σκοτεινής άνοιξης, ολοκληρώνοντας τα χοϊκά συμπλέγματα που αγιογραφεί η Βασιλάκου.

Η πορσελάνινη παγίδα της ταυτότητας / Κυριακή Μαυρογεώργη

Το υλικό είναι συχνά ο καλύτερος αφηγητής. Καθώς παλεύει να σχηματίσει μια ιστορία, η ίδια η περιπέτεια της ύλης του φανερώνει την πιο αξιάκουστη αφήγηση. Έχει αξία λοιπόν, καθώς κοιτάζει κανείς την πορσελάνινη χώρα των θραυσμάτων της Κυριακής Μαυρογεώργη, να φανταστεί πόσες φορές κάθε γλυπτό έχει σπάσει μέχρι να καταφέρει να φτάσει σώο στην προθήκη του. Αξίζει επίσης να σκεφτεί τον ψυχικό μόχθο της δημιουργού που δεν γνωρίζει ποιο από τα μαγικά της αντικείμενα θα διασωθεί από τις απρόβλεπτες συνθήκες της καμίνου όπου ψήνονται, αλλά και το σθένος της επανεκκίνησης μετά από κάθε ματαίωση μιας λεπτής και περίτεχνης γλυπτικής διαδικασίας. Από την άλλη, είναι γνωστό ότι οι γυναίκες είναι ασκημένες να ξαναζυμώνουν από την αρχή τα εύθραυστα γλυπτά τους.

Οι ονειρικές μινιατούρες της Κυριακής Μαυρογεώργη είναι παγίδες: τις πλησιάζεις έχοντας κατά νου το μπιμπελό της βοσκοπούλας στην πιατοθήκη μιας θείας σου. Έχοντας πια σταθεί μπροστά τους βλέπεις όλες τις μετατοπίσεις, τις αναμίξεις, τις αλλοιώσεις, εν τέλει τις αποδείξεις ότι η κανονικότητα είναι μια εφεύρεση που δεν αφορά όποιον θέλει να εξορύξει τις θαμμένες αλήθειες. Γιατί λοιπόν τα λεπτεπίλεπτα υβρίδια της Μαυρογεώργη είναι παγίδες; Επειδή πας αθώος και από ψηλά σε ακινητοποιεί ένα δίχτυ χυτής πορσελάνης. Μαγεμένος από τον εγκλεισμό σου σ’ έναν λευκό εφιάλτη, βρίσκεσαι αυτόχρημα σε διάλογο με την ταυτότητά σου. Πρώτα την ανθρώπινη, αφού η κομψή θηριομορφία της πλειοψηφίας των γλυπτών ξυπνά το ζώο που σε κατοικεί – απόδειξη η δυστοπική αντίστροφη γοργόνα, που παραπέμπει στον Μαγκρίτ, απόδειξη και η μητέρα αρκούδα που απειλεί «στοργικά» τον γιο της. Ύστερα την ηλικιακή ταυτότητα, αφού διαφορετικές ηλικίες συνυπάρχουν στην ίδια φιγούρα. Ένα υβριδικό παζλ του χρόνου υπογραμμίζει πόσο μας εκπλήσσει το πέρασμά του, λες και είναι στιγμιαίο! Δείτε το μωρό κορίτσι με την τονισμένη ήβη, δείτε και το κορίτσι που αστραπιαία αποκτά πόδια ενήλικης γυναίκας.

Τέλος την έμφυλη ταυτότητα, αφού εδώ τα γυναικεία βάρη είναι μεγάλα και ενσωματωμένα στο πλάσμα που τα κουβαλάει. Ορίστε η γυναίκα που το αφανισμένο της κεφάλι είναι τώρα ένα σπίτι, αλλά και εκείνη που κρατάει τη βαλίτσα με πέντε διαφορετικούς τρόπους, μια βαλίτσα έμπλεη σημασίας μιας που περιέχει άλλοτε το αφανές κεφάλι της, άλλοτε το εμφανές κρανίο μιας θανατικής υπενθύμισης, άλλοτε το πενιχρό και ασήκωτο περιεχόμενο που θα κουβαλούσε μια πρόσφυγας που βαδίζει προς το άγνωστο. Η αντικειμενοποίηση της γυναίκας παίρνει μορφές που αποδίδουν με χιούμορ τη σταδιακή μεταμόρφωση του ατόμου σε έπιπλο – και συγκεκριμένα σε καρέκλα, χωρίς να αποσιωπούν τη βία μιας τέτοιας μετάβασης. Άραγε δεν είμαστε όλοι καρέκλες με πόδια καθώς παρακολουθούμε τον βομβαρδισμό της Μαριούπολης στις οθόνες μας; Έτοιμοι να κουρνιάσουμε ή να σπάσουμε ή να το βάλουμε στα πόδια.

Κυριακή Μαυρογεώργη, Homesick, 2015. Οξειδωμένο ασήμι.

Ας δούμε και πάλι εδώ το στοιχείο του διαμελισμού. Με τα πόδια να αναδεικνύονται σε βασικό μοτίβο της ενότητας, κοιτάζουμε τον κύκλο που έχει δημιουργήσει η καλλιτέχνις με τρόπο τέτοιο που να θυμίζει καλειδοσκόπιο. Ένα σύμπλεγμα συγχρονισμένης κολύμβησης στα στεγνά, όπου μπορούμε να δούμε μόνο τα όμορφα γυναικεία άκρα στην επιφάνεια, αμυδρά υποψιαζόμενοι τον αόρατο κόπο που προϋποθέτει η ορατή ομορφιά. Αλλού η ένωση ετερόκλιτων κομματιών, όπως για παράδειγμα το μπροστινό μέρος ενός ατελούς αλόγου με το κάτω μέρος μιας γυναίκας, δηλαδή με τα πόδια της, λειτουργεί σαν το εφιαλτικό αντίθετο ενός διαμελισμού – μια ατελέσφορη ένωση. Είναι τέτοια η προβλεπόμενη δυσκολία της στο βάδισμα ώστε σε βυθίζει σε αίσθημα αδιεξόδου. Ο μόνος τρόπος να ξεγλιστρήσεις από το αδιέξοδο είναι να εμπιστευτείς την ομορφιά της αβεβαιότητας και να υποδεχτείς τις νεόφερτες συνθέσεις της Μαυρογεώργη σαν μια υπόσχεση αυτεπίγνωσης μέσα στον πορσελάνινο βίο μας. Το βασικό καμίνι που κάνει άθραυστα τα όνειρα είναι το μυαλό.

Η διαλεκτική της καρδιάς / Λαμπρινή Μποβιάτσου

Παλλόμενα από συμβολιστική δύναμη τα έργα της Λαμπρινής Μποβιάτσου είναι σχεδιασμένα πάνω στην ιδέα της αέναης διαλεκτικής σχέσης των αντιθέτων, με αιφνιδιαστικούς συνδυασμούς υλικών και σε μορφές απρόβλεπτες. Ο εικαστικός διάλογος που ανοίγει με τις όψεις του εαυτού καθρεφτίζει διαρκώς τα δύο μέρη μιας οντολογικής συζήτησης, αναδεικνύοντας την κρυφή ασυμμετρία εννοιών που παραδοσιακά αντιλαμβανόμαστε ως δίπολα.

Αν θέλαμε να ξετρυπώσουμε μια έννοια-κλειδί που οδηγεί τόσο στον οίκο του Έρωτα όσο και στο βασίλειο του Θανάτου (το παραδοσιακό δίπολο που στοιχειώνει τη δουλειά της Μποβιάτσου), τότε θα στεκόμασταν αναφανδόν μπροστά στην Καρδιά. Γιατί είναι η καρδιά που μιλά, συμβολικά, όταν ερωτευόμαστε και είναι εκείνη που σταματά να μιλά, κυριολεκτικά, όταν πεθαίνουμε. Το σχήμα της καρδιάς είναι πρωταγωνιστικό στα σχέδια και στις γλυπτικές εγκαταστάσεις της. Εμφανίζεται στο καρδιόσχημο πρόσωπο που μεταμορφώνεται σε ορχιδέα-στόμα-αιδοίο (ναι, το όραμα της Μποβιάτσου δεν διστάζει να γίνει γλαφυρό, καθώς κουβεντιάζει αναίσχυντα με τον σουρεαλισμό). Ξαναεμφανίζεται δίπλα σε ένα δεύτερο σχέδιο ως αντικατοπτρισμός του ίδιου προσώπου σε μια αρλεκίνικη εκδοχή γήρατος και θανάτου. Υπέρτατο σύμβολο της παγκόσμιας νοηματικής, η καρδιά χτυπά στην εγκατάσταση με τα κόκκινα γάντια του μποξ σε σχήμα καρδιάς (εύρημα που θα το ζήλευαν πολλοί copywriters), όπου ακουμπά ένα χέρι ωσάν να ορκίζεται στο ευαγγέλιο – ορκίζομαι ότι ο έρωτας παίζεται στο ρινγκ ή, απερίφραστα ερωτεύομαι συχνά αυτό που με πονά.

Συνολικά, πρόκειται για μια επιλεκτική σκηνογραφία επιτοίχιων και επιδαπέδιων props, τόσο ισχυρών που φέρουν τελικά σε πέρας και την ίδια την παράσταση. Για την ακρίβεια, τα props καταλήγουν να χειρίζονται τον άνθρωπο, από τον οποίο δεν έχει μείνει παρά ένα ζευγάρι μάτια ή ένα αισθαντικό ζευγάρι χείλη ή ένα εσωτερικό όργανο. Το πέρασμα από τις δύο διαστάσεις στις τρεις επαληθεύει την ανάγκη της εικαστικής γλώσσας της Μποβιάτσου να γίνει μέρος του χώρου. Δεν είναι τυχαίο που η παλέτα των αχνών της χρωμάτων διαρρηγνύεται από έντονα κόκκινα, ούτε που οι γκρίζοι υπαινιγμοί του μολυβιού πετάγονται στον χώρο ως πληθωρικά υφασμάτινα γλυπτά. Λες και ξάφνου ανοίγεις ένα επίπεδο κουτί και η πατικωμένη φιγούρα φουσκώνει μανιωδώς προς τα έξω. Το σώμα θέλει να αποκτήσει σώμα, να βγει από τα σχέδια, να κάνει τα σχέδια πραγματικότητα.

Λαμπρινή Μποβιάτσου, Επ-αφή, 2021. Έτοιμα αντικείμενα, γύψος.

Τα έργα της Μποβιάτσου είναι γρίφοι που εμπεριέχουν τη λύση τους, είναι rebus από στοιχεία που χρειάζεται να διαβάσει ο θεατής. Να βάλει στη σειρά τις αντανακλάσεις που τόσο αγαπά η καλλιτέχνις και να δει ας πούμε ότι δύο δίδυμα πρόσωπα/στοιχεία δεν είναι ποτέ όμοια, αλλά και πόσο αναγκαία είναι η κατανόηση του εαυτού μέσω εκείνου που μας μοιάζει διαφέροντας. Κοίτα το μπρελόκ από το οποίο κρέμεται το καρδιόσχημο κλειδί, με το οποίο θα ανοίξεις τον γρίφο∙ είναι ένα κουβάρι νευρώνων και καλωδίων. Στη μία εικόνα θα βρεις το αρραγές κλειδί, το αδάκρυστο βλέμμα, αλλά στη δίδυμή της θα βρεις το κλειδί σπασμένο, το μάτι δακρυσμένο. Μην είσαι σίγουρος ότι το καλό κλειδί είναι που θα σου ανοίξει την πόρτα προς την κατανόηση.

Ωδή στα τρωτά σημεία / Ισμήνη Μπονάτσου

Η δύναμη ξεπηδά απ’ τις ρωγμές, άρα χτυπήθηκες κι έχεις το χάρισμα να ξαναφέρνεις τα μέλη σου στη θέση τους. Η δύναμη εκπέμπεται από στιλπνό πλήρες σώμα, άρα μπορείς κι αντιπαρέρχεσαι τις απειλές. Τη βία. Τα γηρατειά. Τη μητρότητα; Σαφώς ασύμμετρες μεταξύ τους, αφού η δεύτερη είναι αναπόφευκτη και η τρίτη εθελούσια με πρόσημο θετικό, ωστόσο και πάλι αποτελούν κατεξοχήν ρήγματα στην «ολόκληρη», την «αρραγή» γυναίκα, αλλά και προκλήσεις διαχείρισης ενός κάθε φορά μεταμορφωμένου εαυτού.

Η ενότητα σχεδίων και χάρτινων εγκαταστάσεων της Ισμήνης Μπονάτσου είναι μια ωδή στην γυναικεία τρωτότητα, μια ευαίσθητη και καθαρή ματιά σε τουλάχιστον τρεις όψεις της γυναικείας εμπειρίας. Οι χάρτινες προβολές της Μπονάτσου διαθέτουν τέτοια εικονογραφική ειλικρίνεια ώστε ανεμπόδιστα ο θεατής βυθίζεται σε ένα λαγούμι προσωπικής συγκίνησης όπου το έργο συναντά τα δικά του νοήματα. Η παρρησία των έργων είναι εντυπωσιακή και η συναισθηματική ανταπόκριση του θεατή επίσης. Προσωπικά, κοιτάζοντας το έργο με το ξαπλωμένο κορίτσι βρέθηκα αμέσως σε επιφυλακή. Πρέπει να (το) προσέχω! Το φυσικό μέγεθος με έφερε στη θέση της, θαύμασα την ανεπίγνωστη ομορφιά της, το ατσαλάκωτο φουστάνι της με λύπησε βαθιά. Η σκληρότητα των αναπαραστάσεων της Μπονάτσου έγκειται στην απίστευτη τρυφερότητά της. Με ένα σήκωμα του φουστανιού και μια αδιόρατη συστροφή των ποδιών, μια κόκκινη κλωστή που ενώνει το φουστάνι με το αίμα και μια ρηγμάτωση της πήλινης ακεραιότητάς της, ο θεατής πενθεί την αθωότητα που λάτρεψε.

Το χαρτί γίνεται δαντέλα, γίνεται κουρτίνα, γίνεται κάγκελα. Κοπίδια, κόλλες σε παράταξη για να ενώσουν τις λέξεις-ασπρόρουχα που άφησε πίσω της κάποια ψυχή. Bang bang, τραγουδάει η Μπονάτσου στη λευκή μπουγάδα από γράμματα που κρέμονται ετοιμόρροπα στον αέρα, και μοιρολογάει το όνειρο ενός γυναικείου ρομαντισμού που στον δρόμο για την αποθέωση διαγνώστηκε σαν ανοησία και εξέπνευσε. Κάτω από τις επιγραφές της στενάζει το τόσο φλέγον θέμα των αυξανόμενων γυναικοκτονιών. Δεν χρειάζεται να μπει σε πλακάτ, η ήσυχη ευφυΐα της εικαστικής τέχνης μιλάει εδώ εξίσου πολιτικά.

Και ο χρόνος; Είναι φίλος ή εχθρός; Ένα από τα πιο εύγλωττα έργα σύγχρονης τέχνης για το γήρας φιλοξενούνται σ’ αυτή την έκθεση. Η συμμετρική αντιπαραβολή ενός κοριτσιού και μιας ηλικιωμένης γυναίκας με την ανάλογη στάση σώματος συμπληρώνεται από τα χάρτινα κρόσσια με τον στίχο της Σαπφούς «Κοριτσίστικη ζωή μου πού πας και μ’ αφήνεις;». Θα έλεγε κανείς ότι το ασπρόμαυρο αγαλμάτινο κορίτσι αποκτά υπόσταση όσο γερνά∙ γίνεται μια ένσαρκη γυναίκα με δέρμα αντί για μάρμαρο, με αυτή την καταπληκτική έκφραση γλυκιάς επίγνωσης και ένα σώμα παρηγορητικά εύρωστο. Τα κεφάλια των δύο γυναικών είναι αποκομμένα από το σώμα (το στοιχείο του διαμελισμού και πάλι εδώ) σαν φωτογραφίες ταυτότητας έτοιμες να χωθούν στα διαβατήρια των επιβατών του χρόνου. Έχουν παρθεί από άλλα σώματα, όχι τα δικά τους – η Μπονάτσου ξαναμοιράζει την τράπουλα κι είναι σαν να λέει είμαστε όλες εδώ, στο ίδιο σώμα.

Ισμήνη Μπονάτσου, Pietà, 2021. Ακρυλικά, μολύβια, παστέλ.

Και στο άλλο σώμα, της νεαρής εγκύου, δεν έχει ακόμα ανταλλαχθεί η σφριγηλότητα της νιότης με την εμπειρία της ώριμης μάνας στα δεξιά. Εδώ το χρώμα της σάρκας ταιριάζει σε αυτήν που εγκυμονεί. Το σώμα της έχει πάψει να της ανήκει αποκλειστικά κι έχει γίνει περιβόλι κάποιου άλλου. Στο βάθος η Pieta, μια χριστιανική Νέκυια, μια σκοτεινή μήτρα που δεν θέλει να μας αφήσει να γιορτάσουμε ανέφελα. Όμως εδώ η υπενθύμιση του θανάτου, πέραν του ότι δεν αποσιωπά την οδύνη της μητρότητας ή την ισόβια αφοσίωση της μάνας στο θείο βρέφος, δεν παύει να λειτουργεί σαν έναυσμα για τη γιορτή της ζωής. Ένας πυροβολισμός μπορεί να σημαίνει τέλος ή να σηματοδοτεί την αρχή του αγώνα. Bang bang ή Πυρ;

Οι κρεμαστοί κήποι της βελόνας / Αννέττα Σπανουδάκη

Η παράταξη των έργων της Αννέττας Σπανουδάκη θυμίζει την ασκητική πρακτική των Στυλιτών, σύμφωνα με την οποία ένας χριστιανός μοναχός αποφάσιζε να ζήσει την υπόλοιπη ζωή του στην κορυφή ενός στύλου, σε κατάσταση νηστείας και προσευχής. Από εκεί προσέβλεπε σε μια πιο κοντινή σχέση με τον Θεό, παραμένοντας εντούτοις σαφώς εξαρτημένος από τους περαστικούς, αφού μόνο η σχέση με τον «κάτω κόσμο» μπορούσε να του εξασφαλίσει τροφή και νερό. Η επικοινωνία με τον κάτω κόσμο, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, είναι προϋπόθεση της ζωής.

Στην περίπτωση των αινιγματικών σκηνών της εικαστικού βλέπουμε από μακριά μια σειρά από μαύρα αντικείμενα, τρισδιάστατες σκιές σε πλάτος και ύψος που υπόσχονται ανοίγματα φωτός, καθένα από τα οποία απλώνεται στην κορυφή ενός γκρίζου τσιμεντόλιθου. Από την κορυφή των τσιμεντένιων στύλων μας κοιτούν πέντε κρεμαστοί κήποι Ζεν, από μάλλινο νήμα πλεγμένο με το βελονάκι. Ο στυλισμός της Αννέττας Σπανουδάκη χαρακτηρίζεται όχι μόνο από την ανωτέρω φιλοσοφική ενατένιση των εγκοσμίων αλλά και από στυλ, όπως μαρτυρά και τ’ όνομά του. Τα σχέδια που θα δούμε να εκτυλίσσονται τόσο στο μαλλί όσο και στο μαύρο χαρτόνι είναι περίτεχνα, πολυδαίδαλα και εκτελεσμένα με την εσαεί λεπτουργία της γυναικείας χειροτεχνίας. Επιπλέον, όπως οι στυλίτες εξέθεταν τον εαυτό τους στη φθορά από τα στοιχεία της φύσης, έτσι και το μαύρο χαρτόνι της Σπανουδάκη σε βάθος χρόνο θα γλυκάνει, υιοθετώντας το χρώμα της σκούρας άμμου.

Πέντε πλεκτά αναπαριστούν τα σχήματα, τα σκαλίσματα, τα υψώματα που βλέπει κανείς στους γιαπωνέζικους κήπους Ζεν. Όμως εδώ όλα είναι μαύρα. Το πένθιμο χρώμα δεν ανατρέπει την παρηγορητική αίσθηση του χειροποίητου πλεκτού, ίσα ίσα που το πένθος και η παρηγοριά συμβαδίζουν στους κομψούς όσο και δυσοίωνους κήπους της Σπανουδάκη. Μέσα στους κήπους μιας αδιατάρακτης ηρεμίας εμφανίζεται σαν φυτό ένας χαρτονένιος καθρέφτης. Ο καθρέφτης ενσωματώνει τα είδωλα και τίποτα δεν θα τα σώσει από την αιώνια αντανάκλαση του χαρτιού. Στους καθρέφτες σκαλισμένο ένα κλουβί κι ένα πουλί. Ένα δέντρο με ογκώδεις και αδιευκρίνιστες ρίζες. Ένα τανκ και μια παραγκούπολη. Βομβαρδιστικά εδάφους και αέρος, ραμμένα στο χάρτινο κέντημα μιας γυναίκας. Ένα καράβι που φεύγει, ίσως φορτωμένο με αμάχους. Είδωλα τρομερά, οράματα του πολέμου που ο δυτικός, προς το παρόν από την απόστασή του, βλέπει μόνο στον μαύρο καθρέφτη του δωματίου του.

Μια αφανής μάγισσα κοιτάζει στον καθρέφτη τα είδωλα του μέλλοντος, τον χρησιμοποιεί σαν ένα μαντικό τηλεσκόπιο προς τη θέα της εξαθλίωσης, αλλά δεν παύει να ρωτά «καθρέφτη καθρεφτάκι μου, ποια είναι η πιο όμορφη;» (Στο μαύρο ερώτημα της Σπανουδάκη, θα μπορούσε να πεταχτεί και να απαντήσει μια χιονάτη μινιατούρα της Μαυρογεώργη). Η αισθητική κομψότητα της εικαστικού τοποθετεί την πραγματικότητα μέσα στο σκληρό της παραμύθι. Εξάλλου οι γυναίκες έβλεπαν πάντα τη ζωή μέσα απ’ την τρύπα μιας βελόνας, διασώζοντας τα γεγονότα της έξω δράσης μέσα στις προφορικές αφηγήσεις της σόμπας. Με τη βελόνα πάλευαν. Και τώρα που άλλαξαν τα όπλα, η βελόνα έγινε απλώς πιο διανοούμενη. Εκτός από την ραπτική της ικανότητα τσιμπάει κιόλας.

Αννέττα Σπανουδάκη, This is not my memory.

“This is not my memory” ακούει η Σπανουδάκη να λένε οι πρόσφυγες και τους βλέπει να προχωρούν γραμμή στο γεφυράκι ενός γιαπωνέζικου κήπου, καθώς τα ρούχα τους ανεμίζουν σε βομβαρδισμένα σπίτια. Ίσως η υιοθέτηση της γιαπωνέζικης παράδοσης (δύο φορές σ’ αυτή την έκθεση, αν σκεφτούμε τα έργα της Βασιλάκου) να έχει σχέση ακριβώς με μια νέα διαχείριση της μνήμης. Σίγουρα οι μαύρες σιλουέτες του θεάτρου σκιών, που τις υιοθετούν και οι αγαπημένοι της Σπανουδάκη Κάρα Γουόκερ και Ουίλιαμ Κέντριτζ, ανήκουν στην ιαπωνική παράδοση και στην τομή συναντούν την αντίστοιχη ελληνική. Ίσως πάλι το ιαπωνικό Ζεν να είναι μια φιλοσοφία που ο δυτικός άνθρωπος την έχει επιτακτικά ανάγκη. Πάντως η γεωγραφία της μνήμης όντως αλλάζει και η Σπανουδάκη τη χαρτογραφεί. Στους κρεμαστούς κήπους της είναι ενδημικό το πένθος και η παρηγοριά, το όραμα της ασχήμιας και το επιχείρημα της ομορφιάς. Από τους τσιμεντόλιθους μας κοιτούν οι στυλίτες κάθε πίστης και, παρά το ύψος τους, μας έχουν ανάγκη. 

Το νήμα της ένωσης

Ο μεγάλος απών της έκθεσης εμφανίζεται ως μορφή στα έργα της Βασιλάκου και της Μαυρογεώργη – οι υπόλοιπες καλλιτέχνιδες τον περικλείουν στα έργα τους ως ίχνος. Ο άνδρας είναι το ίχνος του πολέμου στη Σπανουδάκη, το υποκείμενο της βίας ή το αντικείμενο της λατρείας στη Μπονάτσου, μια σβησμένη αντανάκλαση στη Μποβιάτσου ή ένας κάτοχος καρδιάς. Η Μαυρογεώργη του αποδίδει μια ισότιμη θέση στον αγώνα της ύπαρξης και της συνύπαρξης, τον κάνει μέτοχο στην ένωση και στον χωρισμό. Η Βασιλάκου αποδίδει μια ισότιμη θέση στον φαλλικό εταίρο των ερωτικών περιπτύξεων, του αναγνωρίζει το πάθος και τον πόνο. Το κόκκινο νήμα ενώνει τη Βασιλάκου με την Μπονάτσου. Τα χάρτινα κοπτικά ενώνουν τη Μπονάτσου με τη Σπανουδάκη. Οι καρδιές ενώνουν τη Μποβιάτσου με τη Βασιλάκου. Ο κόσμος μινιατούρα ενώνει τη Σπανουδάκη με τη Μαυρογεώργη. Ο διαμελισμός ενώνει τη Μαυρογεώργη με τη Μπονάτσου και με τη Βασιλάκου. Ένα σωρό ομοιότητες προς παρατήρηση – ένα σωρό διαφορές.

Ισμήνη Μπονάτσου, Bang bang II, 2022.
Λαμπρινή Μποβιάτσου, The true self, 2022.

Σκοπός της έκθεσης δεν είναι να πει «Ορίστε, μία συμμετρική έκθεση γυναικών με γυναικείο βλέμμα», αλλά να φέρει μαζί πέντε καλλιτεχνικές ιδιοσυγκρασίες με ισχυρό αισθητήριο και τολμηρή αισθητική ταυτότητα. Η θηλυκή πλευρά του Τειρεσία φέρνει τα νέα από το μέτωπο – το μέτωπο του πολέμου, το μέτωπο του προσώπου. Η γυναίκα (και κάθε θηλυκότητα) στην Οδύσσεια της δικής της ζωής θα φλερτάρει σίγουρα μια φορά με τον Άδη λόγω του φύλου της. Τις δημιουργούς καθοδήγησαν οι αγαπημένες εμμονές που ορίζουν την πολύχρονη καλλιτεχνική τους παρουσία, αλλά και μια φλέγουσα συγκυρία, που βρίσκει αντίκρισμα στο ιστορικά ριζωμένο βίωμα της γυναικείας τρωτότητας.

Κυριακή Μαυρογεώργη, Ιφιγένεια, 2015
Αννέττα Σπανουδάκη, This is not my memory, 2022.
Μαργαρίτα Βασιλάκου, Μετεωρίζομαι, 2021.

Ας μη δυσανασχετούν όσοι βλέπουν πως δίνεται πλέον βήμα σε όσες και όσους στο παρελθόν κάμφθηκαν από πόνο και προσβολή. Μέσα από τη δυσφορία της πανδημίας και της οικονομικής κρίσης κατάφερε να ξεπηδήσει το βλαστάρι μιας επανόρθωσης, αποδεικνύοντας ότι και στις πιο σκοτεινές εποχές υπάρχουν αξίες που διασώζονται, φτάνει να δημιουργηθεί ένα ρεύμα συνειδητότητας και αλληλοκατανόησης. Κανείς δεν μένει αδιάφορος μπροστά στο άνθος μιας πιθανής ευτοπίας, πόσο μάλλον οι κύκλοι των γυναικών δημιουργών, που είναι και σε θέση να φυτέψουν τον σπόρο. Η γη της γυναίκας είναι η γη του Τειρεσία, δηλαδή της ώσμωσης των δυνατοτήτων, για να επιβιώσει κάποιο νεόφυτο σθένος στα μαύρα τοπία του ασθενούς πλανήτη Γη.

Μαρία Γιαγιάννου

Μάρτιος 2022

Χρήσιμες Πληροφορίες:

The Project Gallery: Νορμανού 3, εντός στοάς, Μοναστηράκι. 1ος όροφος.

Ώρες λειτουργίας: Τρίτη – Σάββατο 12-8, μέχρι & 7 Μαΐου.

Η έκθεση θα παραμείνει κλειστή Πέμπτη 14 – Σάββατο 16/ 4, καθότι Παρασκευή και Σάββατο θα πραγματοποιηθεί μπαζάρ της forebelle (εταιρείας ρούχων), του οποίου τα έσοδα θα πάνε σε συλλόγους στήριξης κακοποιημένων γυναικών. *Κλειστός θα παραμείνει ο χώρος από τη Μ. Πέμπτη μέχρι και τη Δευτέρα του Πάσχα.

Meet the artist:

Το Σάββατο 30 Απριλίου θα πραγματοποιηθεί ξενάγηση από τη Μαρία Γιαγιάννου, επιμελήτρια της έκθεσης, καθώς και συζήτηση με τις καλλιτέχνιδες (η ώρα θα ανακοινωθεί στη σελίδα της έκθεσης στο facebook ΓΗ-ΝΕΚΥΙΑ.