H «Οικογένεια Δωματίου» κυκλοφόρησε! Παιδικό βιβλίο 4+

Όταν ένα δωμάτιο επιμένει να είναι άδειο, τι μπορεί να το γεμίσει; Να ένας γρίφος για να επιλύσει η οικογένεια Δωματίου.

Έχοντας μόλις μετακομίσει στο καινούργιο τους σπίτι, δύο γονείς, τρία παιδιά, μια γιαγιά και μια γάτα βρίσκονται κιόλας εκεί πριν καταφθάσουν τα πράγματά τους. Χωρίς παιχνίδια, βιβλία και οθόνες, τι απομένει να κάνουν στο άδειο σπίτι; Τι άλλο παρά να το γεμίσουν!

Μια αστεία φαντασμαγορία δωματίου φέρνει τις πιο τρελές ιδέες καταμεσής του σαλονιού, θυμίζοντας σε κάθε αναγνώστη ότι ακόμα κι ένα άδειο δωμάτιο μπορεί να γεμίσει θαύματα μόνο με τη δύναμη της φαντασίας, ιδίως όταν η αγάπη ξεπερνά κάθε φαντασία.

  • Παρουσίαση από τον Λάμπρο Σκουζάκη: Πανδοχείο
  • Άρθρο από την Σουζάννα Παπαφάγου: Taλκ
  • Παρουσίαση από την Ελένη Μπετεινάκη: Fractal

Ανάγνωση από τη Βάσια Χατζηγιαννάκη στην εκπομπή «Δέκα Λεπτά Ακόμα»: Τρίτο Πρόγραμμα

Έχω έναν καλό Παππούα / Παραμύθι 4+

Μαρία Γιαγιάννου

ΕΧΩ ΕΝΑΝ ΚΑΛΟ ΠΑΠΠΟΥΑ

Παραμύθι για παιδιά 4+

Εικονογράφηση: Ντανιέλα Σταματιάδη

Εκδόσεις ΣΜΙΛΗ

*

Περίληψη

Ήρθε το Σαββατοκύριακο και η Ελευθερία ετοιμάζεται να επισκεφθεί τη γιαγιά και τον παππού της. Στο σπίτι την περιμένει μια έκπληξη: ο παππούς έχει γίνει Παπούα κι έχει μετατρέψει την ταράτσα σε εναέρια ζούγκλα! Μετά από μια συναρπαστική βόλτα κάτω από τις μπανανιές, η εγγονή με τον πολύχρωμο παππού αποφασίζουν να εξοπλιστούν με τα απαραίτητα εφόδια και να κατέβουν στην πόλη για να την «ελευθερώσουν». Η αποστολή τους θα είναι περιπετειώδης– η μικρή Ελευθερία θα αναρωτηθείτι σημαίνει να δίνουμε χρήματα γιανα αγοράσουμεαγαθά, πώς διακρίνουμε την ελευθερία από την έλλειψη ορίων και πώς αντιμετωπίζουμε κάποιον που μας κοροϊδεύει για την τόλμη μας.

Ένα παραμύθι που επιχειρεί να προσεγγίσει, με χιούμορ και πολυχρωμία, το πέρασμα του παιδιού από την προστασία της οικογένειας στη ζούγκλα της πόλης. Ο τρελούτσικος παππούς της μικρής ηρωίδας γίνεται ο σοφός συνοδοιπόρος που της μαθαίνει το θάρρος της ελεύθερης έκφρασης, αλλά και τον κοινωνικό σεβασμό και την κατανόηση του δημόσιου χώρου. Ζωγραφίζοντας και χορεύοντας με χορταρένιες φούστες, θα φτιάξουν μια τοιχογραφία που βγάζει τους περαστικούς από τον δρόμο της βιασύνης. Η δημιουργική τόλμη, ο σεβασμός, η πίστη στον εαυτό, η αγάπη είναι τα γνωρίσματα που ενώνουν με δεσμούς χρώματος την Ελευθερία με τον Παππούα της και τους δυο με τον κόσμο.

Από την επίσκεψη του βιβλίου στην Διεθνή Έκθεση Παιδικού Βιβλίου της Bologna, 2023:

Το παιδικό βιβλίο «Έχω έναν καλό Παππούα» της Μαρίας Γιαγιάννου, με εικονογράφηση της Ντανιέλας Σταματιάδη, ξεχώρισε μέσα στην πλούσια ελληνική βιβλιοπαραγωγή του 2022, χάρη στις ιδιαίτερες αρετές του. Το σύγχρονο αυτό αστικό παραμύθι καταπιάνεται με σπάνια θέματα όπως η κατανόηση του δημόσιου χώρου και του κοινωνικού σεβασμού, καθώς και η δημιουργική παρέμβαση στο αστικό τοπίο. Με χιούμορ και πολυχρωμία το παιδί αποκτά τα εφόδια από την οικογένεια για να έρθει σε επαφή με τη ζούγκλα της πόλης. Ο εξωτικός παππούς της μικρής ηρωίδας γίνεται ο σοφός συνοδοιπόρος που της μαθαίνει το θάρρος της ελεύθερης έκφρασης και τη μαγική μέθοδο για να κάνει «φίλη της» την πόλη. Ζωγραφίζοντας και χορεύοντας με παράξενες ενδυμασίες, φτιάχνουν μια τοιχογραφία που βγάζει τους περαστικούς από τον δρόμο της βιασύνης. Η δημιουργική τόλμη, ο σεβασμός, η πίστη στον εαυτό, η αγάπη, είναι τα γνωρίσματα που ενώνουν με δεσμούς χρώματος την Ελευθερία με τον Παππούα της και τους δυο με τον κόσμο.

Για εκπαιδευτικούς:

Εκτός από μια απολαυστική οπτική εμπειρία για τους αναγνώστες, το βιβλίο είναι κι ένα εξαιρετικό εργαλείο για γονείς και εκπαιδευτικούς που επιθυμούν να μιλήσουν στα παιδιά:

Α) Για τα όρια της ατομικής ελευθερίας και για το πώς μπορούν να τα σεβαστούν αλλά και να τα διευρύνουν ώστε να νιώθουν ελεύθερα κι ευτυχισμένα, χωρίς να πληγώνουν τους συνανθρώπους ή την πόλη όπου ζουν.

Β) Για το χτίσιμο της γνήσιας αυτοεκτίμησης, δηλαδή πώς τα παιδιά θα αποδεχτούν τον εαυτό τους και θα καλλιεργήσουν την μοναδική τους προσωπικότητα με τόλμη και τέχνη.

Γ) Για τις διαφορές της Πόλης και της Φύσης, αλλά και τους τρόπους να συναντηθούν.

Δ) Για τη δύναμη της δημιουργικής έκφρασης που είναι σε θέση να ανοίξει μέσα στην παιδική ψυχή μια περιοχή γεμάτη τόλμη, ασφάλεια και ελευθερία.

Μια περιπέτεια στροβιλίσματος και πολυχρωμίας παρασύρει μικρούς και μεγάλους αναγνώστες στις μαγευτικές σελίδες του «Έχω έναν καλό Παππούα». Αφού το βιβλίο κλείσει, η εμπειρία διαρκεί… σαν ένας απόηχος εφικτής ουτοπίας!

The Book visits the International Exhibition Bologna Book Plus, 2023

(English)

The chapter book “I have a Great Grandpapua” by Maria Yayannou, illustrated by Daniella Stamatiadi, stood out from the abundant Greek book production of 2022 owing to its special traits. This contemporary urban tale engages in rare affairs such as comprehending public space and social respect as much as creative intervention over urban scenery. Humor and polychromy endowed, the child is by the family equipped in order to be exposed to the urban jungle. The little heroine’s exotic grandpa becomes the wise fellow – way farer introducing her to the freedom of expression’s courage and the magic method to “befriend” the city. By painting, and dancing while in bizarre outfits they generate a mural derailing passers-by off their path of haste. Constructive boldness, respect, self-faith, and love are the attributes unifying by bonds of color, Eleftheria with her Grandpapua, and them both with the world.

An enjoyable visual experience to the reader aside, the book also constitutes a fine tool to parents and teaching professionals wishing to communicate to children issues such as: a) Personal freedom limits and how to respect and broaden them so that they feel free and happy without hurting other persons, or the township they inhabit, b) The building of genuine self-esteem that is how children will be self–accepted, and boldly and artfully foster their unique personalities, c) The differences between the City and Nature, but ways to bridge them, too, d) The power of creative expression capable of launching a zone full of daring, security and liberty within the junior soul. A spin and polychromy adventure has younger and grown-up readers swept away in the majestic pages of “I have a Great Grandpapua”. Even after they close off the book the experience is lasting… like an echo of some feasible utopia!

Translation: Geo Georgoulas

Il libro visita l’ esposizione Bologna Book Plus, 2023

(Italiano)

Il libro per bambini Il mio grande Nonno Pappo Papua di Maria Yiayiannou, illustrato da Daniela Stamatiadis, si è distinto nella ricca produzione libraria greca del 2022, grazie ai suoi pregi particolari. Questa favola metropolitana contemporanea si occupa di questioni poco trattate, come la comprensione dello spazio pubblico e il rispetto sociale, così come l’intervento creativo nel paesaggio urbano. Con umorismo e varietà di colori, la famiglia fornisce al bambino le risorse adatte per poter affrontare la giungla della città. L’esotico nonno della piccola eroina diventa il saggio compagno di viaggio che le insegna il coraggio della libera espressione e il metodo magico per far diventare la città ‘sua amica’. Dipingendo e ballando con abitistrani, creano un murale che allontana i passanti dalla frenesia quotidiana. L’audacia creativa, il rispetto, la fiducia in se stessi, l’amore, sono le caratteristiche che uniscono con legami coloratiElefhteria ( Libertà)  al suo Nonno Pappo  Papua (pappo – pappus in greco è il nonno) ed entrambi al mondo.

Oltre ad essere una piacevole esperienza visiva per i lettori, il libro è anche un ottimo strumento per genitori e insegnanti che desiderano parlare ai bambini: a) Dei limiti della libertà individuale e di come questi possono essere rispettati ma anche ampliati in modo da sentirsi liberi e felici, senza ferire gli altri esseri umani o la città in cui vivono. b) Di come costruire una effettiva autostima, cioè come i bambini accetteranno se stessi e coltiveranno la loro l’unicità della loro personalità con audacia creativa e abilità. c) Delle differenze tra la Città e la Natura, ma anche delle loro possibilitàdi incontro. d) Della forza dell’espressione creativa che sa aprire nell’anima del bambino uno spazio pieno di audacia, sicurezza e libertà. [Un’avventura vorticosa e multicolore coinvolge lettori grandi e piccini nelle sue] Le incantevoli pagine de Il mio grande Nonno Pappo Papua  trascinano i lettori grandi e piccini in un vortice di avventure multicolori. Dopo aver chiuso il libro, l’esperienza continua… come l’eco di una possibile utopia!

Traduzione: Gina Karvounaki

Το παιδικό βιβλίο Έχω έναν καλό Παππούα της Μαρίας Γιαγιάννου

σε εικονογράφηση Ντανιέλας Σταματιάδη

(Εκδόσεις Σμίλη)

είναι υποψήφιο

για το Βραβείο Καλύτερου Παιδικού Βιβλίου της χρονιάς

του περιοδικού Χάρτης

& βρίσκεται στη Χρυσή Λίστα

του παιδικού περιοδικού Elniplex.

*

Η εικονογράφησή του επιλέχθηκε στους τελικούς 60 συμμετέχοντες

του 2022 Ananas International Illustration Exhibition,

της έκθεσης εικονογράφησης που πραγματοποιήθηκε

στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου του Πεκίνου (Beijing International Book Fair).

ΓΗ-ΝΕΚΥΙΑ/ Έκθεση στην Project Gallery

ΓΗ-ΝΕΚΥΙΑ

Πέντε συν μία γυναίκες συναντιούνται σε έναν μαντικό κύκλο, σε ένα εικαστικό αντι-μοιρολόϊ, για να μοιραστούν το άσμα της ζωής και του θανάτου.

Επιμέλεια – Κείμενα: Μαρία Γιαγιάννου

Συμμετέχουν οι καλλιτέχνιδες:

  • Μαργαρίτα Βασιλάκου,
  • Κυριακή Μαυρογεώργη,
  • Λαμπρινή Μποβιάτσου,
  • Ισμήνη Μπονάτσου
  • Αννέττα Σπανουδάκη

Σπονδές

Στην Ραψωδία Λ΄ της ομηρικής Οδύσσειας, την επονομαζόμενη Νέκυια, ο Οδυσσέας επισκέπτεται τον Άδη, με σκοπό να ενημερωθεί από τον μάντη Τειρεσία για το πώς θα φτάσει στον ονειρεμένο προορισμό του. Μετά την τελετουργική επίκληση των νεκρών με την προσφορά των απαραίτητων σπονδών, ο Οδυσσέας θα συναντηθεί με τους κατοίκους του Άδη: με έναν άταφο ήρωα που ζητά ταφή, με την ίδια τη μητέρα του, με τους ήρωες του Τρωϊκού πολέμου, με βασανισμένες ψυχές όπως ο Σίσυφος, καθώς και με γυναίκες (θυγατέρες και συζύγους) που υπέφεραν όσο ζούσαν. Η επίκληση των νεκρών με σκοπό το προμάντεμα του μέλλοντος τοποθετεί ανάστροφα τη ζωή εντός του θανάτου και την κάνει να έπεται. Η ζωή σκάει από τον σπόρο του θανάτου, θα συμβεί μετά, ξεφυτρώνει από το παρελθόν που, φορτωμένο με πείρα, είναι σε θέση να κάνει προβλέψεις για το μέλλον. Πόσο μάλλον όταν οι προβλέψεις φθάνουν διαμέσου του Τειρεσία, του μυθικού μάντη που έχει υπάρξει και γυναίκα, άρα δεν μπορεί παρά να διαθέτει πληρέστερη γνώση του κόσμου και μεγαλύτερη διορατικότητα.

Στην έκθεση «Γη-Νέκυια» πέντε γυναίκες συναντιούνται σε έναν μαντικό κύκλο, σε ένα εικαστικό αντι-μοιρολόϊ, για να μοιραστούν το άσμα της ζωής και του θανάτου. Το γλωσσικό παίγνιο του τίτλου «Γη-Νέκυια» (=γυναίκεια), που εμπνεύστηκαν οι πέντε επίμονες υφάντρες, συνδέει θαρρετά το ιστορικό, κοινωνικό, βιολογικό υπέδαφος της γυναικείας ταυτότητας με τη σκοτεινή κοιλιά της γης. Ταυτόχρονα ενώνει την ολόφωτη ανθοφορία με τις υπόγειες ρίζες της. Η Μαργαρίτα Βασιλάκου, η Κυριακή Μαυρογεώργη, η Λαμπρινή Μποβιάτσου, η Ισμήνη Μπονάτσου, η Αννέττα Σπανουδάκη εκθέτουν ένα εικαστικό ερωτηματολόγιο με σκοπό τη διαλεύκανση των γρίφων μιας ηδείας αλλά και επώδυνης ζωής. Με τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και τις φωτογραφίες των νεαρών λεχώνων στα βομβαρδισμένα μαιευτήρια να συγκλονίζουν τον πλανήτη, οι μικρές μάχες των γυναικείων διεκδικήσεων ενάντια στην εμπόλεμη καθημερινότητα της έμφυλης βίας, ακόμα και στις προηγμένες δυτικές κοινωνίες, ανοίγουν μικρές φωτεινές χαραμάδες. 

Οι πέντε καλλιτέχνιδες απευθύνονται σε όλες τις όψεις της γυναικείας ύπαρξης σ’ έναν μεταμοντέρνο κόσμο με αρχαίες ρίζες, στοχάζονται και εμπνέουν χωρίς να βροντοφωνάζουν, ορίζοντας τη δική τους πολυμορφική τελετουργία. Αν αυτός ο τόπος συνάντησης είναι ένας καμουφλαρισμένος λάκκος από τον οποίο θα ξεπηδήσουν οι προφητείες, τότε γύρω του οι πέντε γυναίκες έχουν κιόλας στάξει τις σπονδές τους: χυτή πορσελάνη, άπειρα μολύβια χρησιμοποιημένα μέχρι εκατοστού, ρετάλια από κόκκινο βελούδο, βελονάκια με απομεινάρια μαύρου νήματος, κόκκινες κλωστές, χάρτινες δαντέλες. Ας συναντήσουμε μαζί τους τις ψυχές που οι σπονδές ανεβάσανε απ’ τα βάθη.

Τα Σουν-γκα που επιπλέουν / Μαργαρίτα Βασιλάκου

Στα έργα της Μαργαρίτας Βασιλάκου το γυμνό σώμα επιδεικνύει την ηδονή του σε μια μολυβένια γιορτή απενοχοποιημένης σεξουαλικότητας. Ο τρόπος που η καλλιτέχνις εικονογραφεί την ερωτική πράξη, με τη γυναίκα στην κεντρική θέση, έχει κάτι από τη γιαπωνέζικη προσήλωση των χαρακτικών Ουκίγιο-ε (= Τέχνη του επιπλέοντος κόσμου) και συγκεκριμένα των ερωτογραφιών της Ιαπωνίας του 17ου αιώνα Σουν-γκα (= Εικόνες της άνοιξης). Σ’ αυτή την ιεροτελεστία του ξυπνήματος των αισθήσεων, η βασίλισσα Αφή απλώνει ανοικονόμητα τους πλοκάμους των χεριών και των ποδιών της. Όπως και στα Σουν-γκα, ένας ιαπωνικής ευαισθησίας μανιερισμός βάζει τα δάχτυλα να διευθύνουν την ερωτική συμφωνία, ενώ κρατά τα μάτια κλειστά.

Σ’ αυτό το όχι και τόσο Ατυχές Πήδημα ή Παλαβό Πορνό, σε αντίθεση με την ταινία του Ρουμάνου Ράντου Ζούντα, τα πρόσωπα της Βασιλάκου προστατεύονται από τη δημόσια έκθεση εξασφαλίζοντας την ανωνυμία πίσω απ’ τα πανομοιότυπα χαρακτηριστικά τους αλλά και μέσα στον στρουθοκαμηλισμό του αυτοερωτισμού. Δεν βλέπουν και άρα προστατεύονται από την επίγνωση ότι βλέπονται. Τα σφαλιστά βλέφαρα είναι μια επιβεβαίωση της ιδιωτικότητας της ηδονής (που φυσικά ανατρέπεται από την παρουσία του θεατή, μα και επιβεβαιώνεται μέσω της άρσης της) αλλά μοιάζει και με αυτόματη αντίδραση των δραστήριων πορτραίτων σε όσα θα έβλεπαν αν άνοιγαν τα μάτια προς τον κόσμο. Οι εικόνες της άνοιξης δεν είναι γύρω τους, είναι μέσα τους – εκεί χρειάζεται να κοιτάξουν οι εραστές.

Το φύλο των εραστών δεν είναι αυστηρά καθορισμένο. Ναι μεν οι δύο πόλοι του φάσματος βρίσκονται εδώ, αλλά τα χαρακτηριστικά φύλου αμβλύνονται από τη συχνή απουσία της κόμης, από την έντονη ομοιότητα των προσώπων, από την υπεράνω φύλου συμμετοχή στο όργιο της άνοιξης. Στα δύο κατακόρυφα λάβαρα της εικαστικού τα στερεότυπα φορούν ένα φωτοστέφανο που με χιούμορ καταυγάζει τις διαφορές τους και κυρίως κατακράζει τα δεσμά τους.

Το κόκκινο νήμα είναι ένα αγαπημένο μοτίβο της Βασιλάκου. Ένας λώρος ζωής, μια αρτηρία που διατρέχει το σώμα των έργων ρυθμίζει το καρδιαγγειακό τους σύστημα. Αν δεν σε παγιδεύσει, δεν μπορεί να σε προστατεύσει από τη διάλυση. Σαν να λέμε, είναι ένα σκληρό συμβόλαιο ελευθερίας. Προκειμένου αυτό το ευάλωτο, γυμνό κορμί να μην απωλέσει τα μετέωρα μέλη του, που αποκολλημένα και αβαρή σαν μπαλόνια επιμένουν να πλαισιώνουν τον σωματικό πυρήνα, χρειάζεται το κόκκινο κορδόνι, μαζί τυραννικό και απαραίτητο σαν το μεγάλο αφεντικό μας, την Καρδιά. Χωρίς αυτό, ο «επιπλέον κόσμος» θα μας ρουφήξει. Χωρίς αυτό, η ηδονή δεν θα έχει έρμα. Να, δείτε τα χέρια-λουλούδια στην τόσο λυρική ερωτογραφία της «Όφις και κρίνα» ∙ πρόκειται για αγγέλους ηδονής αποκομμένους από σώμα, που τους φέρνει μέχρις εδώ αυτό το κόκκινο υπερ-λειτουργικό καλώδιο. Αναζητήστε και το λιλιπούτειο κόκκινο μισοφέγγαρο, σιωπηλή σφραγίδα, ένα σεληνιακό ρολόι που μας θυμίζει το γέμισμα του χρόνου. Ένα memento mori – μικρό δρεπάνι∙  μια άλλη όψη του άδειου κρανίου.

Μαργαρίτα Βασιλάκου, Αυτοευνουχισμός, 2021. Χαρτί, γραφίτης, χρωματιστά μολύβια.

Οι παραστάσεις της Βασιλάκου δεν βρίσκονται στο κενό. Ο χώρος πάντα σηματοδοτείται από τα ανοίγματα στους τοίχους και την ύπαρξη πατώματος. Αν το σκάκι πάνω στο οποίο δρουν οι φιγούρες της πιέζει να γίνουν οι σωστές κινήσεις, πάντα υπάρχει κάπου γύρω και μια δυνατότητα διαφυγής – είτε προς τα έξω, στο πίσω, αθέατο μέρος του έργου, είτε προς τα μέσα, ακόμα πιο βαθιά στον πίνακα, στην ασφάλεια της οικίας. Οι πύλες του Σώματος, του Άδη, του Παραδείσου συγκοινωνούν στις εικόνες μιας σκοτεινής άνοιξης, ολοκληρώνοντας τα χοϊκά συμπλέγματα που αγιογραφεί η Βασιλάκου.

Η πορσελάνινη παγίδα της ταυτότητας / Κυριακή Μαυρογεώργη

Το υλικό είναι συχνά ο καλύτερος αφηγητής. Καθώς παλεύει να σχηματίσει μια ιστορία, η ίδια η περιπέτεια της ύλης του φανερώνει την πιο αξιάκουστη αφήγηση. Έχει αξία λοιπόν, καθώς κοιτάζει κανείς την πορσελάνινη χώρα των θραυσμάτων της Κυριακής Μαυρογεώργη, να φανταστεί πόσες φορές κάθε γλυπτό έχει σπάσει μέχρι να καταφέρει να φτάσει σώο στην προθήκη του. Αξίζει επίσης να σκεφτεί τον ψυχικό μόχθο της δημιουργού που δεν γνωρίζει ποιο από τα μαγικά της αντικείμενα θα διασωθεί από τις απρόβλεπτες συνθήκες της καμίνου όπου ψήνονται, αλλά και το σθένος της επανεκκίνησης μετά από κάθε ματαίωση μιας λεπτής και περίτεχνης γλυπτικής διαδικασίας. Από την άλλη, είναι γνωστό ότι οι γυναίκες είναι ασκημένες να ξαναζυμώνουν από την αρχή τα εύθραυστα γλυπτά τους.

Οι ονειρικές μινιατούρες της Κυριακής Μαυρογεώργη είναι παγίδες: τις πλησιάζεις έχοντας κατά νου το μπιμπελό της βοσκοπούλας στην πιατοθήκη μιας θείας σου. Έχοντας πια σταθεί μπροστά τους βλέπεις όλες τις μετατοπίσεις, τις αναμίξεις, τις αλλοιώσεις, εν τέλει τις αποδείξεις ότι η κανονικότητα είναι μια εφεύρεση που δεν αφορά όποιον θέλει να εξορύξει τις θαμμένες αλήθειες. Γιατί λοιπόν τα λεπτεπίλεπτα υβρίδια της Μαυρογεώργη είναι παγίδες; Επειδή πας αθώος και από ψηλά σε ακινητοποιεί ένα δίχτυ χυτής πορσελάνης. Μαγεμένος από τον εγκλεισμό σου σ’ έναν λευκό εφιάλτη, βρίσκεσαι αυτόχρημα σε διάλογο με την ταυτότητά σου. Πρώτα την ανθρώπινη, αφού η κομψή θηριομορφία της πλειοψηφίας των γλυπτών ξυπνά το ζώο που σε κατοικεί – απόδειξη η δυστοπική αντίστροφη γοργόνα, που παραπέμπει στον Μαγκρίτ, απόδειξη και η μητέρα αρκούδα που απειλεί «στοργικά» τον γιο της. Ύστερα την ηλικιακή ταυτότητα, αφού διαφορετικές ηλικίες συνυπάρχουν στην ίδια φιγούρα. Ένα υβριδικό παζλ του χρόνου υπογραμμίζει πόσο μας εκπλήσσει το πέρασμά του, λες και είναι στιγμιαίο! Δείτε το μωρό κορίτσι με την τονισμένη ήβη, δείτε και το κορίτσι που αστραπιαία αποκτά πόδια ενήλικης γυναίκας.

Τέλος την έμφυλη ταυτότητα, αφού εδώ τα γυναικεία βάρη είναι μεγάλα και ενσωματωμένα στο πλάσμα που τα κουβαλάει. Ορίστε η γυναίκα που το αφανισμένο της κεφάλι είναι τώρα ένα σπίτι, αλλά και εκείνη που κρατάει τη βαλίτσα με πέντε διαφορετικούς τρόπους, μια βαλίτσα έμπλεη σημασίας μιας που περιέχει άλλοτε το αφανές κεφάλι της, άλλοτε το εμφανές κρανίο μιας θανατικής υπενθύμισης, άλλοτε το πενιχρό και ασήκωτο περιεχόμενο που θα κουβαλούσε μια πρόσφυγας που βαδίζει προς το άγνωστο. Η αντικειμενοποίηση της γυναίκας παίρνει μορφές που αποδίδουν με χιούμορ τη σταδιακή μεταμόρφωση του ατόμου σε έπιπλο – και συγκεκριμένα σε καρέκλα, χωρίς να αποσιωπούν τη βία μιας τέτοιας μετάβασης. Άραγε δεν είμαστε όλοι καρέκλες με πόδια καθώς παρακολουθούμε τον βομβαρδισμό της Μαριούπολης στις οθόνες μας; Έτοιμοι να κουρνιάσουμε ή να σπάσουμε ή να το βάλουμε στα πόδια.

Κυριακή Μαυρογεώργη, Homesick, 2015. Οξειδωμένο ασήμι.

Ας δούμε και πάλι εδώ το στοιχείο του διαμελισμού. Με τα πόδια να αναδεικνύονται σε βασικό μοτίβο της ενότητας, κοιτάζουμε τον κύκλο που έχει δημιουργήσει η καλλιτέχνις με τρόπο τέτοιο που να θυμίζει καλειδοσκόπιο. Ένα σύμπλεγμα συγχρονισμένης κολύμβησης στα στεγνά, όπου μπορούμε να δούμε μόνο τα όμορφα γυναικεία άκρα στην επιφάνεια, αμυδρά υποψιαζόμενοι τον αόρατο κόπο που προϋποθέτει η ορατή ομορφιά. Αλλού η ένωση ετερόκλιτων κομματιών, όπως για παράδειγμα το μπροστινό μέρος ενός ατελούς αλόγου με το κάτω μέρος μιας γυναίκας, δηλαδή με τα πόδια της, λειτουργεί σαν το εφιαλτικό αντίθετο ενός διαμελισμού – μια ατελέσφορη ένωση. Είναι τέτοια η προβλεπόμενη δυσκολία της στο βάδισμα ώστε σε βυθίζει σε αίσθημα αδιεξόδου. Ο μόνος τρόπος να ξεγλιστρήσεις από το αδιέξοδο είναι να εμπιστευτείς την ομορφιά της αβεβαιότητας και να υποδεχτείς τις νεόφερτες συνθέσεις της Μαυρογεώργη σαν μια υπόσχεση αυτεπίγνωσης μέσα στον πορσελάνινο βίο μας. Το βασικό καμίνι που κάνει άθραυστα τα όνειρα είναι το μυαλό.

Η διαλεκτική της καρδιάς / Λαμπρινή Μποβιάτσου

Παλλόμενα από συμβολιστική δύναμη τα έργα της Λαμπρινής Μποβιάτσου είναι σχεδιασμένα πάνω στην ιδέα της αέναης διαλεκτικής σχέσης των αντιθέτων, με αιφνιδιαστικούς συνδυασμούς υλικών και σε μορφές απρόβλεπτες. Ο εικαστικός διάλογος που ανοίγει με τις όψεις του εαυτού καθρεφτίζει διαρκώς τα δύο μέρη μιας οντολογικής συζήτησης, αναδεικνύοντας την κρυφή ασυμμετρία εννοιών που παραδοσιακά αντιλαμβανόμαστε ως δίπολα.

Αν θέλαμε να ξετρυπώσουμε μια έννοια-κλειδί που οδηγεί τόσο στον οίκο του Έρωτα όσο και στο βασίλειο του Θανάτου (το παραδοσιακό δίπολο που στοιχειώνει τη δουλειά της Μποβιάτσου), τότε θα στεκόμασταν αναφανδόν μπροστά στην Καρδιά. Γιατί είναι η καρδιά που μιλά, συμβολικά, όταν ερωτευόμαστε και είναι εκείνη που σταματά να μιλά, κυριολεκτικά, όταν πεθαίνουμε. Το σχήμα της καρδιάς είναι πρωταγωνιστικό στα σχέδια και στις γλυπτικές εγκαταστάσεις της. Εμφανίζεται στο καρδιόσχημο πρόσωπο που μεταμορφώνεται σε ορχιδέα-στόμα-αιδοίο (ναι, το όραμα της Μποβιάτσου δεν διστάζει να γίνει γλαφυρό, καθώς κουβεντιάζει αναίσχυντα με τον σουρεαλισμό). Ξαναεμφανίζεται δίπλα σε ένα δεύτερο σχέδιο ως αντικατοπτρισμός του ίδιου προσώπου σε μια αρλεκίνικη εκδοχή γήρατος και θανάτου. Υπέρτατο σύμβολο της παγκόσμιας νοηματικής, η καρδιά χτυπά στην εγκατάσταση με τα κόκκινα γάντια του μποξ σε σχήμα καρδιάς (εύρημα που θα το ζήλευαν πολλοί copywriters), όπου ακουμπά ένα χέρι ωσάν να ορκίζεται στο ευαγγέλιο – ορκίζομαι ότι ο έρωτας παίζεται στο ρινγκ ή, απερίφραστα ερωτεύομαι συχνά αυτό που με πονά.

Συνολικά, πρόκειται για μια επιλεκτική σκηνογραφία επιτοίχιων και επιδαπέδιων props, τόσο ισχυρών που φέρουν τελικά σε πέρας και την ίδια την παράσταση. Για την ακρίβεια, τα props καταλήγουν να χειρίζονται τον άνθρωπο, από τον οποίο δεν έχει μείνει παρά ένα ζευγάρι μάτια ή ένα αισθαντικό ζευγάρι χείλη ή ένα εσωτερικό όργανο. Το πέρασμα από τις δύο διαστάσεις στις τρεις επαληθεύει την ανάγκη της εικαστικής γλώσσας της Μποβιάτσου να γίνει μέρος του χώρου. Δεν είναι τυχαίο που η παλέτα των αχνών της χρωμάτων διαρρηγνύεται από έντονα κόκκινα, ούτε που οι γκρίζοι υπαινιγμοί του μολυβιού πετάγονται στον χώρο ως πληθωρικά υφασμάτινα γλυπτά. Λες και ξάφνου ανοίγεις ένα επίπεδο κουτί και η πατικωμένη φιγούρα φουσκώνει μανιωδώς προς τα έξω. Το σώμα θέλει να αποκτήσει σώμα, να βγει από τα σχέδια, να κάνει τα σχέδια πραγματικότητα.

Λαμπρινή Μποβιάτσου, Επ-αφή, 2021. Έτοιμα αντικείμενα, γύψος.

Τα έργα της Μποβιάτσου είναι γρίφοι που εμπεριέχουν τη λύση τους, είναι rebus από στοιχεία που χρειάζεται να διαβάσει ο θεατής. Να βάλει στη σειρά τις αντανακλάσεις που τόσο αγαπά η καλλιτέχνις και να δει ας πούμε ότι δύο δίδυμα πρόσωπα/στοιχεία δεν είναι ποτέ όμοια, αλλά και πόσο αναγκαία είναι η κατανόηση του εαυτού μέσω εκείνου που μας μοιάζει διαφέροντας. Κοίτα το μπρελόκ από το οποίο κρέμεται το καρδιόσχημο κλειδί, με το οποίο θα ανοίξεις τον γρίφο∙ είναι ένα κουβάρι νευρώνων και καλωδίων. Στη μία εικόνα θα βρεις το αρραγές κλειδί, το αδάκρυστο βλέμμα, αλλά στη δίδυμή της θα βρεις το κλειδί σπασμένο, το μάτι δακρυσμένο. Μην είσαι σίγουρος ότι το καλό κλειδί είναι που θα σου ανοίξει την πόρτα προς την κατανόηση.

Ωδή στα τρωτά σημεία / Ισμήνη Μπονάτσου

Η δύναμη ξεπηδά απ’ τις ρωγμές, άρα χτυπήθηκες κι έχεις το χάρισμα να ξαναφέρνεις τα μέλη σου στη θέση τους. Η δύναμη εκπέμπεται από στιλπνό πλήρες σώμα, άρα μπορείς κι αντιπαρέρχεσαι τις απειλές. Τη βία. Τα γηρατειά. Τη μητρότητα; Σαφώς ασύμμετρες μεταξύ τους, αφού η δεύτερη είναι αναπόφευκτη και η τρίτη εθελούσια με πρόσημο θετικό, ωστόσο και πάλι αποτελούν κατεξοχήν ρήγματα στην «ολόκληρη», την «αρραγή» γυναίκα, αλλά και προκλήσεις διαχείρισης ενός κάθε φορά μεταμορφωμένου εαυτού.

Η ενότητα σχεδίων και χάρτινων εγκαταστάσεων της Ισμήνης Μπονάτσου είναι μια ωδή στην γυναικεία τρωτότητα, μια ευαίσθητη και καθαρή ματιά σε τουλάχιστον τρεις όψεις της γυναικείας εμπειρίας. Οι χάρτινες προβολές της Μπονάτσου διαθέτουν τέτοια εικονογραφική ειλικρίνεια ώστε ανεμπόδιστα ο θεατής βυθίζεται σε ένα λαγούμι προσωπικής συγκίνησης όπου το έργο συναντά τα δικά του νοήματα. Η παρρησία των έργων είναι εντυπωσιακή και η συναισθηματική ανταπόκριση του θεατή επίσης. Προσωπικά, κοιτάζοντας το έργο με το ξαπλωμένο κορίτσι βρέθηκα αμέσως σε επιφυλακή. Πρέπει να (το) προσέχω! Το φυσικό μέγεθος με έφερε στη θέση της, θαύμασα την ανεπίγνωστη ομορφιά της, το ατσαλάκωτο φουστάνι της με λύπησε βαθιά. Η σκληρότητα των αναπαραστάσεων της Μπονάτσου έγκειται στην απίστευτη τρυφερότητά της. Με ένα σήκωμα του φουστανιού και μια αδιόρατη συστροφή των ποδιών, μια κόκκινη κλωστή που ενώνει το φουστάνι με το αίμα και μια ρηγμάτωση της πήλινης ακεραιότητάς της, ο θεατής πενθεί την αθωότητα που λάτρεψε.

Το χαρτί γίνεται δαντέλα, γίνεται κουρτίνα, γίνεται κάγκελα. Κοπίδια, κόλλες σε παράταξη για να ενώσουν τις λέξεις-ασπρόρουχα που άφησε πίσω της κάποια ψυχή. Bang bang, τραγουδάει η Μπονάτσου στη λευκή μπουγάδα από γράμματα που κρέμονται ετοιμόρροπα στον αέρα, και μοιρολογάει το όνειρο ενός γυναικείου ρομαντισμού που στον δρόμο για την αποθέωση διαγνώστηκε σαν ανοησία και εξέπνευσε. Κάτω από τις επιγραφές της στενάζει το τόσο φλέγον θέμα των αυξανόμενων γυναικοκτονιών. Δεν χρειάζεται να μπει σε πλακάτ, η ήσυχη ευφυΐα της εικαστικής τέχνης μιλάει εδώ εξίσου πολιτικά.

Και ο χρόνος; Είναι φίλος ή εχθρός; Ένα από τα πιο εύγλωττα έργα σύγχρονης τέχνης για το γήρας φιλοξενούνται σ’ αυτή την έκθεση. Η συμμετρική αντιπαραβολή ενός κοριτσιού και μιας ηλικιωμένης γυναίκας με την ανάλογη στάση σώματος συμπληρώνεται από τα χάρτινα κρόσσια με τον στίχο της Σαπφούς «Κοριτσίστικη ζωή μου πού πας και μ’ αφήνεις;». Θα έλεγε κανείς ότι το ασπρόμαυρο αγαλμάτινο κορίτσι αποκτά υπόσταση όσο γερνά∙ γίνεται μια ένσαρκη γυναίκα με δέρμα αντί για μάρμαρο, με αυτή την καταπληκτική έκφραση γλυκιάς επίγνωσης και ένα σώμα παρηγορητικά εύρωστο. Τα κεφάλια των δύο γυναικών είναι αποκομμένα από το σώμα (το στοιχείο του διαμελισμού και πάλι εδώ) σαν φωτογραφίες ταυτότητας έτοιμες να χωθούν στα διαβατήρια των επιβατών του χρόνου. Έχουν παρθεί από άλλα σώματα, όχι τα δικά τους – η Μπονάτσου ξαναμοιράζει την τράπουλα κι είναι σαν να λέει είμαστε όλες εδώ, στο ίδιο σώμα.

Ισμήνη Μπονάτσου, Pietà, 2021. Ακρυλικά, μολύβια, παστέλ.

Και στο άλλο σώμα, της νεαρής εγκύου, δεν έχει ακόμα ανταλλαχθεί η σφριγηλότητα της νιότης με την εμπειρία της ώριμης μάνας στα δεξιά. Εδώ το χρώμα της σάρκας ταιριάζει σε αυτήν που εγκυμονεί. Το σώμα της έχει πάψει να της ανήκει αποκλειστικά κι έχει γίνει περιβόλι κάποιου άλλου. Στο βάθος η Pieta, μια χριστιανική Νέκυια, μια σκοτεινή μήτρα που δεν θέλει να μας αφήσει να γιορτάσουμε ανέφελα. Όμως εδώ η υπενθύμιση του θανάτου, πέραν του ότι δεν αποσιωπά την οδύνη της μητρότητας ή την ισόβια αφοσίωση της μάνας στο θείο βρέφος, δεν παύει να λειτουργεί σαν έναυσμα για τη γιορτή της ζωής. Ένας πυροβολισμός μπορεί να σημαίνει τέλος ή να σηματοδοτεί την αρχή του αγώνα. Bang bang ή Πυρ;

Οι κρεμαστοί κήποι της βελόνας / Αννέττα Σπανουδάκη

Η παράταξη των έργων της Αννέττας Σπανουδάκη θυμίζει την ασκητική πρακτική των Στυλιτών, σύμφωνα με την οποία ένας χριστιανός μοναχός αποφάσιζε να ζήσει την υπόλοιπη ζωή του στην κορυφή ενός στύλου, σε κατάσταση νηστείας και προσευχής. Από εκεί προσέβλεπε σε μια πιο κοντινή σχέση με τον Θεό, παραμένοντας εντούτοις σαφώς εξαρτημένος από τους περαστικούς, αφού μόνο η σχέση με τον «κάτω κόσμο» μπορούσε να του εξασφαλίσει τροφή και νερό. Η επικοινωνία με τον κάτω κόσμο, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, είναι προϋπόθεση της ζωής.

Στην περίπτωση των αινιγματικών σκηνών της εικαστικού βλέπουμε από μακριά μια σειρά από μαύρα αντικείμενα, τρισδιάστατες σκιές σε πλάτος και ύψος που υπόσχονται ανοίγματα φωτός, καθένα από τα οποία απλώνεται στην κορυφή ενός γκρίζου τσιμεντόλιθου. Από την κορυφή των τσιμεντένιων στύλων μας κοιτούν πέντε κρεμαστοί κήποι Ζεν, από μάλλινο νήμα πλεγμένο με το βελονάκι. Ο στυλισμός της Αννέττας Σπανουδάκη χαρακτηρίζεται όχι μόνο από την ανωτέρω φιλοσοφική ενατένιση των εγκοσμίων αλλά και από στυλ, όπως μαρτυρά και τ’ όνομά του. Τα σχέδια που θα δούμε να εκτυλίσσονται τόσο στο μαλλί όσο και στο μαύρο χαρτόνι είναι περίτεχνα, πολυδαίδαλα και εκτελεσμένα με την εσαεί λεπτουργία της γυναικείας χειροτεχνίας. Επιπλέον, όπως οι στυλίτες εξέθεταν τον εαυτό τους στη φθορά από τα στοιχεία της φύσης, έτσι και το μαύρο χαρτόνι της Σπανουδάκη σε βάθος χρόνο θα γλυκάνει, υιοθετώντας το χρώμα της σκούρας άμμου.

Πέντε πλεκτά αναπαριστούν τα σχήματα, τα σκαλίσματα, τα υψώματα που βλέπει κανείς στους γιαπωνέζικους κήπους Ζεν. Όμως εδώ όλα είναι μαύρα. Το πένθιμο χρώμα δεν ανατρέπει την παρηγορητική αίσθηση του χειροποίητου πλεκτού, ίσα ίσα που το πένθος και η παρηγοριά συμβαδίζουν στους κομψούς όσο και δυσοίωνους κήπους της Σπανουδάκη. Μέσα στους κήπους μιας αδιατάρακτης ηρεμίας εμφανίζεται σαν φυτό ένας χαρτονένιος καθρέφτης. Ο καθρέφτης ενσωματώνει τα είδωλα και τίποτα δεν θα τα σώσει από την αιώνια αντανάκλαση του χαρτιού. Στους καθρέφτες σκαλισμένο ένα κλουβί κι ένα πουλί. Ένα δέντρο με ογκώδεις και αδιευκρίνιστες ρίζες. Ένα τανκ και μια παραγκούπολη. Βομβαρδιστικά εδάφους και αέρος, ραμμένα στο χάρτινο κέντημα μιας γυναίκας. Ένα καράβι που φεύγει, ίσως φορτωμένο με αμάχους. Είδωλα τρομερά, οράματα του πολέμου που ο δυτικός, προς το παρόν από την απόστασή του, βλέπει μόνο στον μαύρο καθρέφτη του δωματίου του.

Μια αφανής μάγισσα κοιτάζει στον καθρέφτη τα είδωλα του μέλλοντος, τον χρησιμοποιεί σαν ένα μαντικό τηλεσκόπιο προς τη θέα της εξαθλίωσης, αλλά δεν παύει να ρωτά «καθρέφτη καθρεφτάκι μου, ποια είναι η πιο όμορφη;» (Στο μαύρο ερώτημα της Σπανουδάκη, θα μπορούσε να πεταχτεί και να απαντήσει μια χιονάτη μινιατούρα της Μαυρογεώργη). Η αισθητική κομψότητα της εικαστικού τοποθετεί την πραγματικότητα μέσα στο σκληρό της παραμύθι. Εξάλλου οι γυναίκες έβλεπαν πάντα τη ζωή μέσα απ’ την τρύπα μιας βελόνας, διασώζοντας τα γεγονότα της έξω δράσης μέσα στις προφορικές αφηγήσεις της σόμπας. Με τη βελόνα πάλευαν. Και τώρα που άλλαξαν τα όπλα, η βελόνα έγινε απλώς πιο διανοούμενη. Εκτός από την ραπτική της ικανότητα τσιμπάει κιόλας.

Αννέττα Σπανουδάκη, This is not my memory.

“This is not my memory” ακούει η Σπανουδάκη να λένε οι πρόσφυγες και τους βλέπει να προχωρούν γραμμή στο γεφυράκι ενός γιαπωνέζικου κήπου, καθώς τα ρούχα τους ανεμίζουν σε βομβαρδισμένα σπίτια. Ίσως η υιοθέτηση της γιαπωνέζικης παράδοσης (δύο φορές σ’ αυτή την έκθεση, αν σκεφτούμε τα έργα της Βασιλάκου) να έχει σχέση ακριβώς με μια νέα διαχείριση της μνήμης. Σίγουρα οι μαύρες σιλουέτες του θεάτρου σκιών, που τις υιοθετούν και οι αγαπημένοι της Σπανουδάκη Κάρα Γουόκερ και Ουίλιαμ Κέντριτζ, ανήκουν στην ιαπωνική παράδοση και στην τομή συναντούν την αντίστοιχη ελληνική. Ίσως πάλι το ιαπωνικό Ζεν να είναι μια φιλοσοφία που ο δυτικός άνθρωπος την έχει επιτακτικά ανάγκη. Πάντως η γεωγραφία της μνήμης όντως αλλάζει και η Σπανουδάκη τη χαρτογραφεί. Στους κρεμαστούς κήπους της είναι ενδημικό το πένθος και η παρηγοριά, το όραμα της ασχήμιας και το επιχείρημα της ομορφιάς. Από τους τσιμεντόλιθους μας κοιτούν οι στυλίτες κάθε πίστης και, παρά το ύψος τους, μας έχουν ανάγκη. 

Το νήμα της ένωσης

Ο μεγάλος απών της έκθεσης εμφανίζεται ως μορφή στα έργα της Βασιλάκου και της Μαυρογεώργη – οι υπόλοιπες καλλιτέχνιδες τον περικλείουν στα έργα τους ως ίχνος. Ο άνδρας είναι το ίχνος του πολέμου στη Σπανουδάκη, το υποκείμενο της βίας ή το αντικείμενο της λατρείας στη Μπονάτσου, μια σβησμένη αντανάκλαση στη Μποβιάτσου ή ένας κάτοχος καρδιάς. Η Μαυρογεώργη του αποδίδει μια ισότιμη θέση στον αγώνα της ύπαρξης και της συνύπαρξης, τον κάνει μέτοχο στην ένωση και στον χωρισμό. Η Βασιλάκου αποδίδει μια ισότιμη θέση στον φαλλικό εταίρο των ερωτικών περιπτύξεων, του αναγνωρίζει το πάθος και τον πόνο. Το κόκκινο νήμα ενώνει τη Βασιλάκου με την Μπονάτσου. Τα χάρτινα κοπτικά ενώνουν τη Μπονάτσου με τη Σπανουδάκη. Οι καρδιές ενώνουν τη Μποβιάτσου με τη Βασιλάκου. Ο κόσμος μινιατούρα ενώνει τη Σπανουδάκη με τη Μαυρογεώργη. Ο διαμελισμός ενώνει τη Μαυρογεώργη με τη Μπονάτσου και με τη Βασιλάκου. Ένα σωρό ομοιότητες προς παρατήρηση – ένα σωρό διαφορές.

Ισμήνη Μπονάτσου, Bang bang II, 2022.
Λαμπρινή Μποβιάτσου, The true self, 2022.

Σκοπός της έκθεσης δεν είναι να πει «Ορίστε, μία συμμετρική έκθεση γυναικών με γυναικείο βλέμμα», αλλά να φέρει μαζί πέντε καλλιτεχνικές ιδιοσυγκρασίες με ισχυρό αισθητήριο και τολμηρή αισθητική ταυτότητα. Η θηλυκή πλευρά του Τειρεσία φέρνει τα νέα από το μέτωπο – το μέτωπο του πολέμου, το μέτωπο του προσώπου. Η γυναίκα (και κάθε θηλυκότητα) στην Οδύσσεια της δικής της ζωής θα φλερτάρει σίγουρα μια φορά με τον Άδη λόγω του φύλου της. Τις δημιουργούς καθοδήγησαν οι αγαπημένες εμμονές που ορίζουν την πολύχρονη καλλιτεχνική τους παρουσία, αλλά και μια φλέγουσα συγκυρία, που βρίσκει αντίκρισμα στο ιστορικά ριζωμένο βίωμα της γυναικείας τρωτότητας.

Κυριακή Μαυρογεώργη, Ιφιγένεια, 2015
Αννέττα Σπανουδάκη, This is not my memory, 2022.
Μαργαρίτα Βασιλάκου, Μετεωρίζομαι, 2021.

Ας μη δυσανασχετούν όσοι βλέπουν πως δίνεται πλέον βήμα σε όσες και όσους στο παρελθόν κάμφθηκαν από πόνο και προσβολή. Μέσα από τη δυσφορία της πανδημίας και της οικονομικής κρίσης κατάφερε να ξεπηδήσει το βλαστάρι μιας επανόρθωσης, αποδεικνύοντας ότι και στις πιο σκοτεινές εποχές υπάρχουν αξίες που διασώζονται, φτάνει να δημιουργηθεί ένα ρεύμα συνειδητότητας και αλληλοκατανόησης. Κανείς δεν μένει αδιάφορος μπροστά στο άνθος μιας πιθανής ευτοπίας, πόσο μάλλον οι κύκλοι των γυναικών δημιουργών, που είναι και σε θέση να φυτέψουν τον σπόρο. Η γη της γυναίκας είναι η γη του Τειρεσία, δηλαδή της ώσμωσης των δυνατοτήτων, για να επιβιώσει κάποιο νεόφυτο σθένος στα μαύρα τοπία του ασθενούς πλανήτη Γη.

Μαρία Γιαγιάννου

Μάρτιος 2022

Χρήσιμες Πληροφορίες:

The Project Gallery: Νορμανού 3, εντός στοάς, Μοναστηράκι. 1ος όροφος.

Ώρες λειτουργίας: Τρίτη – Σάββατο 12-8, μέχρι & 7 Μαΐου.

Η έκθεση θα παραμείνει κλειστή Πέμπτη 14 – Σάββατο 16/ 4, καθότι Παρασκευή και Σάββατο θα πραγματοποιηθεί μπαζάρ της forebelle (εταιρείας ρούχων), του οποίου τα έσοδα θα πάνε σε συλλόγους στήριξης κακοποιημένων γυναικών. *Κλειστός θα παραμείνει ο χώρος από τη Μ. Πέμπτη μέχρι και τη Δευτέρα του Πάσχα.

Meet the artist:

Το Σάββατο 30 Απριλίου θα πραγματοποιηθεί ξενάγηση από τη Μαρία Γιαγιάννου, επιμελήτρια της έκθεσης, καθώς και συζήτηση με τις καλλιτέχνιδες (η ώρα θα ανακοινωθεί στη σελίδα της έκθεσης στο facebook ΓΗ-ΝΕΚΥΙΑ.

The Athens Prize for Literature 2020

«Το Μέλος Φάντασμα» της Μαρίας Γιαγιάννου υποψήφιο για το Athens Prize for Literature του περιοδικού (δε)κατα / 2020.

Φωτό αριστερά: Βασιλική Πανταζή. Εξώφυλλο δεξιά: Ben Grasso.

Δελτίο Τύπου:

Στην Αίθουσα Τελετών του Δημαρχιακού Μεγάρου στην Πλατεία Εθνικής Αντιστάσεως (πρώην Πλατεία Κοτζιά), θα απονεμηθούν εφέτος, για δέκατη πέμπτη χρονιά, τα βραβεία μυθιστορήματος The Athens Prize for Literature του περιοδικού (δε)κατα για το 2019 και το 2020. Η ανακοίνωση των νικητών και ταυτόχρονα η απονομή θα γίνουν την Πέμπτη, 16 Δεκεμβρίου 2021, στις 12 το μεσημέρι. Τα βραβεία θα απονείμει o Δήμαρχος Αθηναίων Κώστας Μπακογιάννης. Οι συντονιστές των δύο επιτροπών συγγραφείς Φίλιππος Δρακονταειδής και Κωνσταντίνος Μπούρας θα αναφερθούν, εν συντομία, στις βραχείες λίστες και στα δύο βραβευμένα βιβλία. Την εκδήλωση θα παρουσιάσει ο Μανώλης Πιμπλής.

Τα βραβεία The Athens Prize for Literature χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης λόγω των επιλογών τους στον χώρο των κριτικών λογοτεχνίας, των δημοσιογράφων, των εκδοτών, των συγγραφέων και των μεταφραστών. Χορηγός τα εργαλεία γραφής Mont Blanc. Θα ακολουθήσει δεξίωση.

ΟΙ ΒΡΑΧΕΙΕΣ ΛΙΣΤΕΣ 2020

ΤΟ ΞΕΝΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ

Μανουέλ Βίλας, Ορδέσα, μετάφραση Αχιλλέας Κυριακίδης.

Ίκαρος Χορχέ Γκαλάν, Τα δικά μας χρόνια, μετάφραση Αχιλλέας Κυριακίδης, Ψυχογιός.

Georgi Gospodinov, Φυσικό Μυθιστόρημα, μετάφραση Αλεξάνδρα Ιωαννίδου, Ίκαρος.

Μπερναντίν Εβαρίστο, Κορίτσι, γυναίκα, άλλο, μετάφραση Ρένα Χατχούτ, Gutenberg.

Τζούλιαν Μπαρνς, Άνδρας με κόκκινο μανδύα, μετάφραση Κατερίνα Σχινά, Μεταίχμιο.

Σάρα Μέσα, Ένας έρωτας, μετάφραση Μαρία Παλαιολόγου, Ίκαρος.

Αντόνιο Μορέσκο, Το τραγούδι των δέντρων, μετάφραση Μαρία Φραγκούλη, Καστανιώτης.

Γιόκο Ογκάουα, Η αστυνομία της μνήμης, μετάφραση Χίλντα Παπαδημητρίου, Πατάκης.

Σάσα Στάνισιτς, Καταγωγή, μετάφραση Κώστας Κοσμάς, Εστία.

Πήτερ Χάντκε, Η κλέφτρα των φρούτων, μετάφραση Μαρία Αγγελίδου, Gutenberg.

Τα ξένα μυθιστορήματα του 2020 έκριναν οι συγγραφείς Νίκος Δαββέτας, Φίλιππος Δρακονταειδής, Σοφία Νικολαΐδου, Φίλιππος Φιλίππου και Κοσμάς Χαρπαντίδης.

ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ

Μαρία Γιαγιάννου, Το μέλος φάντασμα, Μελάνι.

Γιώργος Γκόζης, Θραύση κρυστάλλων, Ποταμός.

Νίκος Δαββέτας, Άντρες χωρίς άντρες, Πατάκης.

Ισμήνη Καπάνταη, Το βρωμερό ύδωρ της λήθης, Ίκαρος.

Μαρία Κουγιουμτζή, Νύχτες πυρετού, Καστανιώτης.

Άρης Μαραγκόπουλος, Φλλσστ, Φλλσστ, Φλλσστ, Τόπος.

Έλενα Μαρούτσου, Θηριόμορφοι, Πόλις.

Δημήτρης Οικονόμου, Ο τελευταίος φύλακας, Ίκαρος.

Μαρία Πάουελ, Η ψυχή των πραγμάτων, Κέδρος.

Βάσια Τζανακάρη, Αδελφικό, Μεταίχμιο.

Τα ελληνικά μυθιστορήματα του 2021 έκριναν οι συγγραφείς Κωνσταντίνος Μπούρας, Ντίνος Σιώτης, Δημήτρης Σωτάκης και Κώστας Χατζηαντωνίου.

*****************************************

Για «Το Μέλος Φάντασμα» (εκδόσεις Μελάνι, 2020) έχουν γραφτεί:

*

«…η Γιαγιάννου έχει σπαρταριστές ιδέες, που ενθαρρύνονται από τη σαρκαστική της διάθεση. Η έκθεση με σύγχρονες εικαστικές, εξαμβλωματικές, δημιουργίες, όπως και το φουτουριστικό πάρτι, όπου οι θαμώνες χορεύουν αγκαλιά με τάμπλετ και κινητά, είναι χαρακτηριστικά δείγματα της παρωδιακής πτυχής του βιβλίου. Δεν μπορούμε φυσικά να παραβλέψουμε τον πανταχού παρόντα ανθρωπολόγο πίθηκο, που καταγράφει σε ένα τετράδιο τον βαθύ ανορθολογισμό της ανθρώπινης φύσης. Το βασικό ατού της Γιαγιάννου είναι η γραφή της, η οποία αναδεικνύεται στις «εγκεφαλικές» παρεκβάσεις, που συναρμόζουν την καλλιέπεια με την οξύνοια. […] Καθένα από τα κομμάτια του βιβλίου επιτυγχάνει ερεθιστικούς συνδυασμούς γλώσσας και μυθοπλασίας.»

Λίνα Πανταλέων / Καθημερινή/ 27.12.20

*

«Πώς θα ονοματίσω λοιπόν αυτή την εξαίσια καλλιτεχνική οντότητα του κειμένου της Γιαγιάννου που γίνεται ορατό έργο στο χαρτί, γίνεται ένα χάρτινο γλυπτό, ένας χάρτινος καμβάς, αποκτώντας επιφάνειες και χώρους και σχήματα και την πληρότητά του τη νιώθει/αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης και με τις αισθήσεις του; Ε, θα την  πω, όσο δεν ξέρω κάτι άλλο καλύτερο, εικαστική γραφή ή πεζογραφία με έντονη εικαστικότητα. Και θα το εννοώ αλλά και θα το βλέπω 100%.»

Βιβή Γεωργαντοπούλου / Λέσχη Ανάγνωσης Degas / 2.12.20

*

«Η γραφή της Γιαγιάννου, λαμπερή, ανάλαφρη αλλά και ακριβής, […] βουτάει απολαυστικά στο χιούμορ και την ειρωνεία, φλερτάρει με τη σάτιρα, την παρωδία και τη φάρσα, δίνοντάς μας ένα ξεχωριστό μυθιστόρημα ενηλικίωσης. Η Γιαγιάννου μας αποδεικνύει ότι η λογοτεχνία συχνά δυσφορεί μέσα στις κλασικές ειδολογικές κατατάξεις και ενίοτε ξεχειλίζει ανακατεύοντας το περιεχόμενο των ειδών-κουτιών με θαυμαστά αποτελέσματα.»

Έλενα Μαρούτσου / Εφημερίδα των Συντακτών / 3.1.20

*

«Η ομολογουμένως επαρκής, κειμενικά έμπειρη Μαρία Γιαγιάννου επεκτείνει τη συμπτωματολογία και στο ευρύτερο πλαίσιο των μνημονικών δραστηριοτήτων. Με καθ’ όλα ελεγχόμενο εκφραστικό μηχανισμό, όπου, εκτός των άλλων, η ρηματική συνέπεια είναι εμφανέστατη, αποτυπώνει την προβληματική διαχείριση πραγματικών οπωσδήποτε στοιχείων της μνημονικής παρακαταθήκης. […] Πλείστοι ετερόκλητοι υφολογικοί τρόποι υποστηρίζουν επιτυχώς το καθ’ όλα λειτουργικό σύστημα εξιστόρησης. Μονόλογοι διαδέχονται, μεταξύ των άλλων, τις εντυπωσιακές αποτιμήσεις ενός ανθρωπολόγου με τη μορφή συμπαθέστατου, λίαν ευφυούς πιθήκου, ενώ ένα λιτό μονόπρακτο θεατρικό παράρτημα συμπληρώνει την όλη υβριδική πρόταση.» 

Γιώργος Βέης / Bookpress/ 17.11.20

*

«Ένα πρωτεϊκό μεταμοντέρνο μυθιστόρημα που αλλάζει συνέχεια μορφή και ύφος, ένα καλειδοσκόπιο μαγείας που γοητεύει. Ένα συναρπαστικό αφήγημα που μέσα του βρίσκεις το χαμένο μέλος φάντασμα, αφού η θεραπεία, υποστηρίζει η συγγραφέας, βρίσκεται στην αντανάκλασή μας στον καθρέφτη που η ίδια μας προσφέρει.»

Χλόη Κουτσουμπέλη / Φρέαρ / 25.1.21

*

«Τρόπος στον οποίο, εκκινώντας από τη συνήχηση των ονομάτων συγγραφέως και ήρωα, η γλώσσα κρατά τον πρωτεύοντα ρόλο, τα γλωσσοποιητικά παιχνίδια στα οποία επιδίδεται η Γιαγιάννου εκτός από έμπνευση διακρίνονται και από λειτουργικότητα, συνυπηρετώντας μαζί με τη μορφή τον συγγραφικό στόχο. Ακόμα και στα λίγα εκείνα σημεία που προκύπτει μια υποψία επίδειξης ικανοτήτων από πλευράς της, η αναγνωστική απόλαυση τη συγχωρεί και την επιβραβεύει.»

Γιάννης Καλογερόπουλος / NO14ME / 7.12.20

«Άξια μνείας είναι η έξοχη χρήση της γλώσσας, το καυστικό χιούμορ, η αποδόμηση των σύγχρονων τρόπων επικοινωνίας και επαφής και ασφαλώς, η φαντασία η οποία υπηρετεί άψογα τις σουρεαλιστικές ή υπερ-ρεαλιστικές πτυχές του έργου διαμορφώνοντας εικόνες που εντυπώνονται.»

Τζούλια Γκανάσου / Culture Book / 9.5.21

*

«Ο όρος φαντασμαγορία αποδίδει με τον καλύτερο τρόπο ίσως τη γραφή της Μαρίας Γιαγιάννου. Πυκνότητα, χιούμορ, πανδαισία περιγραφών και καταστάσεων, διαδρομές στον χώρο της εικαστικής σκηνής, της ψυχανάλυσης, της αγοράς εργασίας, των προσωπικών σχέσεων, οι τόποι της παιδικής ηλικίας και της οικογένειας, όλα αυτά είναι στοιχεία που συναντούμε και στο νέο της βιβλίο. Εδώ, η αποτυχία, που ούτως ή άλλως είναι βασική σταθερά επίσης της ανθρώπινης συνθήκης, αποδίδεται μέσα από τον καινούριο – φασματικό – χώρο που παράγουν οι μετατοπίσεις της μνήμης.»

Θωμάς Συμεωνίδης / Χάρτης / 6.21

*

«ένα εγχείρημα επώδυνο και προσωπικό που αναδεικνύει σε ένα άλλο επίπεδο το εξαιρετικό μυθιστόρημα της Μαρίας Γιαγιάννου, ρωγμή στον κανόνα του καιρού. […] Οι δεξαμενές αυτού του αιρετικού μυθιστορήματος που έρχεται να ανανεώσει το είδος σε μια εποχή που το τελευταίο γυρεύει πια τους καινούριους χάρτες του δεν ήταν ποτέ νεκρές. Τις κατοίκησαν οι γονείς και η παιδική μας φωνή, ένα κιτρινισμένο καντράν. […] Το Μέλος Φάντασμα αφορά έναν ολομόναχο ήρωα, ίσως τον πιο μόνο από όλους εκείνους που συνθέτουν το σύγχρονο δραματολόγιο.»

Απόστολος Θηβαίος / Βακχικόν / 22.9.21

*

«Η συγγραφέας έχει λοιπόν γυμνασθεί από μικρή στην καλλιτεχνική έκφραση κι έχει αποκτήσει φαντασία ευλύγιστη, μυαλό άλτη επί κοντό που πηδάει με κοντάρι την πένα της, και όρεξη μικρού παιδιού που ανακατεύει τα λογοτεχνικά είδη όπως χρώματα σε παλέτα.» 

Έλενα Μαρούτσου / Αναγνώστης

Κυνήγι του νερού / για τη Λάρα Σταφυλοπάτη

Κυνήγι του νερού

Για την έκθεση της Λάρας Σταφυλοπάτη

CROSSING RIVERS

{Art Space / Studio 265, Πάρος)

When cells vibrate / Watercolors and resin on canvas, 2021

Το νερό είναι παντού. Παίρνει όλες τις μορφές. Το περιέχουμε και μας περιέχει. Συνεργάζεται στενά με τον Ήλιο. Χάρη σ’ αυτόν το νερό παίζει αέναα το παιχνίδι των υδρατμών και μπορεί ν’ ανακυκλώνεται. Το 70% του ανθρώπινου οργανισμού είναι νερό – κατά καιρούς ο άνθρωπος μοιάζει να αποζητά το άλλο 30% λες και λαχταρά να ενωθεί μια και καλή με τη θάλασσα, να ξεγλιστρήσει από το φθαρτό του σώμα και να επιστρέψει στον αρχέγονο τόπο καταγωγής του. Ο άνθρωπος είναι ένα ζώο που διψά, αλλά δεν ξεδιψά. Αναζητά με πάθος την πηγή και αν δεν τη βρει, τότε την δημιουργεί.

Η αναζήτηση της πηγής από τη Λάρα Σταφυλοπάτη την οδηγεί να κοιτάζει πότε προς τον ήλιο και πότε προς τον ωκεανό με τις δύο ζωοδότρες δυνάμεις να χτυπούν μέσα της τη φλέβα του χρώματος. Το χρώμα ξεπηδά από τον χρωστήρα της όπως ξεπηδά το νερό από τη γη κάτω από το λάκτισμα του ραβδοσκόπου. Ο υδατοκυνηγός κρατά στο χέρι μια ξύλινη διχάλα και ακολουθώντας εμπειρικά ένα εσωτερικό ρεύμα, μια οργανική προσταγή, φτάνει να ανακαλύψει πού υπάρχει νερό. Μια τέτοια αναζήτηση, στο εικαστικό πεδίο, σπρώχνει τη Σταφυλοπάτη προς την πηγή του χρώματος.

Ο πολιτισμός του νερού

Εύλογο είναι ότι κορυφαίοι πολιτισμοί, σαν τους Αιγύπτιους ή τους Σουμέριους που άκμασαν στην αρχαιότητα, βρίσκονταν δίπλα σε ποταμούς. Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν αναρίθμητες ποτάμιες θεότητες και η καθεμία είχε τον βαρυσήμαντο χαρακτήρα της, καθώς οι ποταμοί αποτελούσαν οριακούς τόπους αλλά και διόδους επικοινωνίας ακόμα και με τις ψυχές των νεκρών. Ρηξικέλευθα πνεύματα όπως ο Ιπποκράτης ασχολήθηκαν και επιστημονικά με την ιαματική επίδραση των πηγών. Η βουδιστική παράδοση από τη δική της μεριά έδωσε μεγαλύτερη έμφαση στο ψυχικό σκέλος της σύνδεσης του νερού με τον άνθρωπο, γι’ αυτό και το νερό λαμβάνει συχνά μέρος στην τελετουργία του διαλογισμού.

Οι πίνακες της Λάρας Σταφυλοπάτη δεν είναι θαλασσογραφίες ή αναπαραστατικές απεικονίσεις ποταμών, αλλά εσωτερικά τοπία του νερού, που λειτουργούν και ως πορτραίτα διαλογισμού. Δεν απεικονίζουν ακτές και παραλίες για κολύμπι, αλλά κάτι πολύ δικό μας. Κάνουν ορατό το 70 τοις εκατό μας, τα ρεύματα που μας διαπερνούν, τους ποταμούς που καθημερινά μέσα μας διασχίζουμε.

Crossing Rivers / Watercolors and resin on canvas, 2021

Χρωματικός διαλογισμός

Συνεπιβάτες στον ατέρμονο και ζωοφόρο κύκλο του νερού, οι πίνακες της Λάρας Σταφυλοπάτη παίζουν τον δικό τους ρόλο σε μια διαδικασία εσωτερικής ειρήνευσης, λειτουργώντας σαν ανάσες ενός εικαστικού διαλογισμού. Αν τα συναισθήματα είχαν ορατό χρώμα, τότε θα τα βρίσκαμε εδώ, απλωμένα σαν μια μεγάλη, υγρή ακόμα, μπουγάδα να ανεμίζουν κάτω από τον ήλιο.

Επιχειρώντας να περιορίσουμε θεωρητικά το διαρκώς κινούμενο χρώμα της καλλιτέχνιδος, θα πιέζαμε την ποικιλία σε δύο σχηματικές κατηγορίες: α) την εξπρεσιονιστική αφαίρεση και β) την αφαίρεση του μονοχρωματικού πεδίου. Η έντονη χειρονομία και η ήρεμη ροή εναλλάσσονται, συνδυάζονται, αφουγκράζονται η μία την άλλη. Στους πίνακες με ακρυλικά χρώματα, όπως το Become the dance (no 19) και το Use doubt to free your soul (no 20), παρατηρούμε την τραχιά και αποφασιστική χειρονομία μιας άφοβης εκφραστικότητας. Η εντυπωσιακή κίνηση των ακρυλικών βρίσκεται στην αίθουσα σαν ένας δυνατός κρίκος που βοηθά τη μετάβαση στο επόμενο στάδιο, εκείνο του (σχεδόν) μονοχρωματικού τελάρου, που εκπροσωπείται κυρίως από τα υδατοχρώματα. Στην μαγεία της ακουαρέλας είναι αφιερωμένο το μεγαλύτερο μέρος της έκθεσης, στις ευαίσθητες διαφάνειές της, στις τεχνικές δυνατότητές της, στις ποτάμιες θεότητές της.

Ένας απόηχος από το πρόταγμα και το στυλ της αμερικανικής Μετα-ζωγραφικής Αφαίρεσης του ’50 θα μπορούσε να διαφανεί σε αυτά τα τελάρα της εικαστικού – ιδίως οι υπαρξιακές χρωματικές ροές του Clifford Still ή οι στατικοί στόχοι του Kenneth Noland, οι οποίοι στην περίπτωση της Σταφυλοπάτη έχουν αποκτήσει κίνηση και έχουν μετατραπεί σε δίνες (χαρακτηριστικά παραδείγματα το Olive Groves (no 11) και το Diving in deep (no 12) που σαν μεταφυσικές ρουφήχτρες μάς περνάνε στην άλλη πλευρά της συνείδησης). Ιδίως αν βάλει κανείς στην εξίσωση τα θαλασσινά τοπία και το αττικό φως, μέσα στα οποία η εικαστικός ζει και δημιουργεί, οι παραπάνω εκλεκτικές συγγένειες μας τοποθετούν στο σημείο όπου αποδίδεται στο χρώμα το μεταφυσικό του πλάτος και βάθος.

Use doubt to free your soul / Acrylics on canvas, 2021

Become the dance / Acrylics on canvas, 2021

Crossing mirrors

Είκοσι δύο υαλώδεις πίνακες αφηγούνται την ιστορία του νερού και της συναρπαστικής του συνάντησης με το φως. Τα υδάτινα τοπία της Σταφυλοπάτη – βαθιά ροζ, ταξιδιάρικα μπλε, εκτυφλωτικά κίτρινα, με χειρονομίες άλλοτε περιπετειώδεις κι άλλοτε καθησυχαστικές – αιχμαλωτίζουν το βλέμμα του θεατή όπως η μυθολογική λίμνη καθηλώνει το είδωλο του Ναρκίσσου. Στους τοίχους της έκθεσης παρακολουθούμε καρέ-καρέ το βλέμμα του φωτός να διαθλάται στην επιφάνεια του καμβά και εντέλει να ενσωματώνεται στο έργο τέχνης. Εκεί που διασταυρώνονται τα ποτάμια του χρώματος ο διαβάτης καλείται να επιλέξει τον δρόμο του. Διασχίζοντας την επιφάνεια, αφήνει πίσω το είδωλό του και προχωρά σε μια νέα γνωριμία με το φως και το χρώμα που ο ίδιος μυστικά περιέχει.

Ο τίτλος της έκθεσης Crossing Rivers μπορεί να διαβαστεί με δύο τρόπους: ποτάμια που διασταυρώνονται και ποτάμια που διασχίζονται. Η πρώτη ανάγνωση έχει έναν αισθητηριακό στόχο, μας βάζει να παρατηρήσουμε τις ροές των χρωμάτων, σαν φυσιολάτρες που ακολουθούν μια διαδρομή ανάμεσα σε βράχους και φυλλώματα στο πλάι ενός ποταμού για να καταλήξουν σε έναν δροσιστικό καταρράκτη. Η δεύτερη ανάγνωση έχει έναν αυτογνωσιακό στόχο∙ μας καλεί να πραγματοποιήσουμε ένα πέρασμα. Όμως κανένα πέρασμα δεν επιτρέπει να το πάρεις αψήφιστα. Ήδη, οι αρχαίοι Έλληνες, όπως είδαμε, έδιναν τεράστια σημασία στον συνοριακό χαρακτήρα ενός ποταμού αλλά και στην ενωτική του ικανότητα μέχρι και με τις ψυχές από το Επέκεινα.

Έχοντας επιστρώσει την επιφάνεια των έργων της με ρητίνη, η Σταφυλοπάτη παίρνει ένα ρίσκο: δημιουργεί χώρους που είναι απορροφητικοί και μαζί απροσπέλαστοι, εκθαμβωτικοί μη-τόποι, τους οποίους ο θεατής πρέπει να αποφασίσει πώς θα προσεγγίσει. Η γυαλάδα των τελάρων επιτρέπει στις αντανακλάσεις του φωτός να παίζουν το παιχνίδι τους, δεξιώνεται τον περιβάλλοντα χώρο σαν μέρος του θέματος και αναπόφευκτα υποδέχεται το καθρέφτισμα του θεατή. Χωρίς ποτέ να προτείνουν τον εαυτό τους ως καθρέφτες, αφού η γυαλάδα τους δεν είναι εκείνη του υδράργυρου αλλά της λίμνης με τις θολές και φυτικές περιοχές της, λιγότερο μας δείχνουν ποιοι είμαστε και περισσότερο μας προκαλούν να αναρωτηθούμε. Οι επιτοίχιες λίμνες που στέκουν απέναντί μας δεν γίνεται παρά να ξυπνήσουν τον προσωπικό μας Νάρκισσο. Με σκοπό όμως αμέσως μετά να τον ξανακοιμήσουν. Η τέχνη των άλλων (εκείνη δηλαδή που της αφιερώνεσαι χωρίς να την έχεις δημιουργήσει, όπως εδώ η ζωγραφική της Σταφυλοπάτη που σε καλεί να της αφιερωθείς) είναι ο δρόμος για να διασχίσεις τελικά το ίδιο το Εγώ σου, το οποίο τείνει να σε καθηλώσει και εντέλει να ελευθερωθείς σαν να ήσουν νερό.

Into nothing / Watercolors and resin on canvas, 2021

Ύδωρ και χρώμα

Μέσα σε όλα, το μαγικό ύδωρ κινεί λοιπόν και την τέχνη. Η ελευθερία στην κίνηση και η διαφάνεια είναι τα δύο βασικά χαρακτηριστικά που η ακουαρέλα κληρονομεί από το νερό. Η Λάρα Σταφυλοπάτη ακούει τις συμβουλές του υλικού της. Το χρώμα παίρνει τις αποφάσεις της. Η Σταφυλοπάτη το ακολουθεί, το επαναφέρει, το αφήνει να παίξει, του δίνει κλίση, του δίνει ανάσες, το συστήνει στο φως, το παρακολουθεί κάνοντας τις απαραίτητες διορθωτικές κινήσεις, αφήνοντάς το κατ’ ουσίαν ελεύθερο ∙ όπως ο γονιός βλέπει το παιδί να αναπτύσσεται, συμβάλλοντας με τρόπο διακριτικά καθοριστικό. Ακριβώς επειδή η εικαστικός σε κάθε της πίνακα δίνει βήμα στους στοχασμούς του χρώματος, σαν να ήταν ένας ζωντανός οργανισμός, γι’ αυτό και οι αποφάσεις που εκείνο παίρνει οδηγούν την Σταφυλοπάτη σε ποικίλα μονοπάτια. Η φυσική επιθυμία του υδατοχρώματος να επιδείξει την διαυγή του δύναμη το κάνει να αλλάζει περιβάλλοντα και τεχνοτροπίες∙ θέλει να μιλήσει κελαρυστά σαν πρωινό ρυάκι∙ θέλει να μιλήσει υπνωτιστικά σαν το ηχητικό μοτίβο της βροχής∙ θέλει να μιλήσει σιβυλλικά με ένα σήμα καπνού∙ θέλει να μιλήσει κυτταρικά σαν τραγούδι του σώματος. Αρκεί να κοιτάξουμε τους πίνακες και θα καταλάβουμε ότι εδώ το χρώμα θέλει πολλά και τα δίνει όλα.

Αυτή η έκθεση έχει συνείδηση των προθέσεών της και τις αφήνει να φωταγωγηθούν χωρίς καμουφλάζ. Οι τίτλοι που δίνονται στα έργα από την καλλιτέχνιδα ενισχύουν τη φωνή της εικαστικής της ταυτότητας. Το κάλεσμα του νερού που έγινε χρώμα είναι καμπανιστό και έχει οικουμενικό χαρακτήρα. Μας λέει «Σε έναν κόσμο γεμάτο μάσκες, είναι προνόμιο να βλέπεις την ψυχή», «Άσε με να μπω», «Υπνώτισέ με», «Όταν τα κύτταρα δονούνται», «Χρησιμοποίησε την αμφιβολία για να ελευθερώσεις την ψυχή σου» (η μετάφραση των τίτλων στα ελληνικά μειώνει την ανάλαφρη συντομία της αγγλικής γλώσσας, αποκαλύπτει όμως το βάθος του καλλιτεχνικού αιτήματος, την ουσία που αναζητά). Με τους τίτλους λοιπόν ολοκληρώνεται μια συνολικότερη μελέτη της Σταφυλοπάτη πάνω στα όρια και την δυνατή ελαστικότητα της ανθρώπινης ψυχής.

Το βάθος της επιφάνειας

Η επιστήμη της φυσικής μάς λέει ότι το νερό έχει την ιδιότητα να προικίζει την επιφάνειά του με έναν βαθμό ελαστικότητας. Έτσι προσφέρει στα έντομα ένα είδος επιδερμίδας για να μπορούν να περπατούν. Το γεγονός ότι οι σταγόνες έχουν ένα στοιχειώδες σφαιρικό σχήμα επίσης είναι μια απόδειξη αυτής της ελάχιστης επιφάνειας. Η ιδιότητα αυτή ονομάζεται Επιφανειακή Τάση.

Μακριά από την «επιφανειακή τάση» που επιδεικνύει ο ανθρώπινος ναρκισσισμός, το νερό αποδεικνύει ότι η μεταμόρφωσή του είναι πιο εντυπωσιακή ακόμα και από εκείνη του Ναρκίσσου και ότι όλοι δεν είμαστε παρά μικρά έντομα που διασχίζουμε τη γενναιόδωρα δοσμένη επιφάνεια του νερού. Με επίγνωση ότι η τέχνη είναι η επιστήμη του ορατού αλλά και του αόρατου, η ζωγραφική της Λάρας Σταφυλοπάτη, γεμάτη σεβασμό και γενναιοδωρία, μας προτείνει να διαβούμε μια επιφάνεια που θα μας κάνει βαθύτερους.

Μαρία Γιαγιάννου

Συγγραφέας – θεωρητικός τέχνης

Ιούλιος 2021

Η Κουνελόσκαλα / Παραμύθι 4+

Η ΚΟΥΝΕΛΟΣΚΑΛΑ

Μαρία Γιαγιάννου

Εικονογράφηση: Κώστας Θεοχάρης

4+

Σελίδες: 48, Εξώφυλλο: Σκληρόδετο, Διάσταση: 26,5×28,5, Τιμή: 14,00 €, ISBN: 978‐960‐594‐075‐1

Ο Τρούφης είναι ένα γλυκό και πολύ τυχερό κουνέλι. Έχει έναν υπέροχο κήπο όπου φυτρώνουν γράμματα, αριθμοί και χρώματα! Αλλά και με τη μαγική ικανότητα που έχουν τα αυτιά του, βοηθά τους άλλους όταν το έχουν ανάγκη. Αν θέλεις να μάθεις την ιστορία του, δεν έχεις παρά να ακολουθήσεις το μικρό κουνέλι στο ταξίδι του. Θα συναντήσεις πλάσματα παράξενα και θα γνωρίσεις πρόσωπα σπουδαία.


Ο Τρούφης, το κουνέλι της ιστορίας μας, έχει τη μαγική ικανότητα να μεταμορφώνει τα αυτιά του σε σκάλα για να ανεβαίνει ψηλά όποιος έχει ανάγκη – εκτός, αλίμονο, από τον ίδιο! Ζει με την οικογένειά του σε έναν κήπο με ένα γραμματόδεντρο, ένα χρωματόδεντρο και ένα αριθμόδεντρο. Του λείπει όμως ένα μουσικόδεντρο κι έτσι μια μέρα ξεκινάει για την αγορά όπου θα βρει νότες για να σπείρει. Ο δρόμος του ως εκεί είναι σπαρμένος με διάσημες προσωπικότητες των γραμμάτων, των χρωμάτων και των αριθμών, όπως ο Ισαάκ Νεύτων, η Φρίντα Κάλο, ο Οδυσσέας Ελύτης, ο Επίκουρος και η Μαρία Κάλλας, αλλά και άλλα παράξενα πλάσματα, όπως τα Τρελόσωστα.

Ένα πρώτο ταξίδι αυτογνωσίας για το μικρό κουνέλι, όπου θα μάθει όχι μόνο να βοηθάει αλλά και ότι δεν χρειάζεται να ανεβαίνεις πάντα ψηλά για να είσαι ευτυχισμένος – η φιλία και η σοφία πατάνε γερά τα πόδια τους στη γη.

*


Η κουνελόσκαλα είναι ένα παραμύθι που αξιοποιεί το μοτίβο της σκάλας για να προτείνει νέες χρήσεις της. Θέμα του βιβλίου είναι η αγάπη για τους άλλους αλλά και για τα γράμματα, τα χρώματα και τους αριθμούς, που αποτελούν τις γέφυρες του μικρού παιδιού προς τις πρώτες γνωστικές του προκλήσεις. Είναι το πρώτο βιβλίο για παιδιά από τη συγγραφέα Μαρία Γιαγιάννου, με τη δημιουργική και γεμάτη τρυφερή παιδικότητα εικονογράφηση του Κώστα Θεοχάρη.

Ένα παραμύθι γραμμένο και εικονογραφημένο έτσι ώστε, με την ανάγνωση του γονέα, να κάνει το παιδί προσχολικής‐πρωτοσχολικής ηλικίας να ακολουθήσει τον ευαίσθητο και δυναμικό κούνελο. Ένα πρωτότυπο, δημιουργικό παραμύθι που προτείνεται ως μια τρυφερή επαφή του παιδιού με την ομορφιά και τις προκλήσεις της τέχνης και της γνώσης, αλλά και ως ένα κάλεσμα προς την ομαλή αυτονόμησή του.

*


Η Μαρία Γιαγιάννου σπούδασε Επικοινωνία & ΜΜΕ, Πολιτιστική Διαχείριση και Φιλοσοφία της Τέχνης. Είναι συγγραφέας και θεωρητικός τέχνης. Επιμελείται εικαστικές εκθέσεις και άλλα πολιτιστικά events. Έχει συνεργαστεί με γκαλερί, διαφημιστικές εταιρείες, περιοδικά και εφημερίδες. Είχε τη σύλληψη και την επιμέλεια των Booknotes (33 μουσικές βιβλιοπαρουσιάσεις) στο Jazz Point και στην Τεχνόπολη του Δήμου Αθηναίων (2016‐18). Έχει εκδώσει εννιά βιβλία: «Το μέλος φάντασμα» (Μυθιστόρημα, Μελάνι 2020), «Κλάρα Σούμαν: τα χαρισματικά πρόσωπα μιας υπερμαριονέτας» (Θέατρο, Μελάνι 2018), «Άνγκρια» (Θέατρο, Μελάνι 2016), «Μεταμοντέρνο Σώμα» (Δοκίμιο, Συλλογικό, Γαβριηλίδης 2016), «Μπαλαντέρ» (Νουβέλα, Μελάνι 2015), «Μεταμοντέρνος Έρως» (Δοκίμιο, Συλλογικό, Γαβριηλίδης 2014), «Εκτός Εαυτού» (Θέατρο, Σμίλη 2013), «Μελανίππη» (Μυθιστόρημα, Σμίλη 2012), «Ο Ταξιδιώτης του Άλλοτε» (Πεζοποιήματα, Κάκτος 2006). Κείμενά της πάνω στη δουλειά εικαστικών καλλιτεχνών δημοσιεύονται σε καταλόγους εκθέσεων και λοιπά κείμενα σε λογοτεχνικά περιοδικά. Στο θέατρο έχουν παρασταθεί τα έργα της: «Όχι μουσική» (μέρος συλλογικού έργου «629», σκην. M. Gelardi, Festival Teatrodi Napoli, 2019), «Κλάρα Σούμαν: τα χαρισματικά πρόσωπα μιας υπερμαριονέτας» (σκην. Μ. Φιορέντζης, Θέατρο της οδού Κυκλάδων Λευτέρης Βογιατζής, 2018), «Άνγκρια» (σκην. Κ. Αρβανιτάκης, Θέατρο Τέχνης Κάρολος Κουν, Φεστιβάλ Αναλόγιο 2016), «Κάλλας: εκποίηση» (απόσπασμα στο «Woman», σκην. Κ. Αρβανιτάκης, Θέατρο Τέχνης Κάρολος Κουν, 2014), «Εκτός Εαυτού» (σκην. Γ. Γιανναράκος, Θέατρο του Νέου Κόσμου 2013‐2014, Νομισματικό Μουσείο 2013, Camp 2013 και σκην. Κ. Αρβανιτάκης, Θέατρο Συν Κάτι, 2010), με το ραδιοφωνικό έργο «Πανδώρα» συμμετείχε στο Gran Prix της Διεθνούς Ραδιοτηλεοπτικής Ένωσης (σκην. Εμ. Κουτσουρέλης, URTI 2012, για την ΕΡΤ), «Μιούζικαλ Τσέπης» (τρεις μονόλογοι, σκην. Μ. Μητρούσης, 41 Street, 2009‐10). Το 2014 διετέλεσε μέλος του διοικητικού συμβουλίου του ΕΚΔΙΘ (Ελληνικού Κέντρου του Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου). Ζει και εργάζεται στην Αθήνα. «Η κουνελόσκαλα» είναι το πρώτο της παραμύθι.


Ο Κώστας Θεοχάρης ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Είναι εικονογράφος, designer, καλλιτέχνης και τυπογράφος. Το έργο του καλύπτει ένα ευρύ φάσμα εφαρμογών, εστιάζοντας στην εικόνα και την απόδοσή της. Έχει συνεργαστεί με πολλούς εκδοτικούς οίκους, δημιουργικά γραφεία, εταιρείες και συμμετείχε σε προσωπικά και συλλογικά καλλιτεχνικά project για τα οποία έχει λάβει κατά καιρούς αρκετά βραβεία. costasillustrations.com, Instagram/costasillustrations, Behance/costas theoharis

Μπορείτε να το παραγγείλετε από όλα τα Βιβλιοπωλεία ή από τις εκδόσεις Καλέντη: email: info@kalendis.gr Τηλέφωνο: 210‐9638790.

Ίχνος από λευκό Titanium

Titanium Yiayiannos Gallery (1987-2015)

Σαν να θέλω να χωρέσω ένα μυθιστόρημα σε μια φράση, ξεκινώ:

Το 1987, στον αριθμό 44 της Βασιλέως Κωνσταντίνου, η γκαλερί Titanium άνοιξε τις πόρτες της. Μπορώ σήμερα να πω ότι ήταν η πιο εντυπωσιακή γκαλερί που έχω δει στη ζωή μου, συμπεριλαμβανομένων αιθουσών στην Ευρώπη και τη Νέα Υόρκη. Δεν φταίει μόνο που την έζησα από τα εννιά μου μέχρι το 2015 σε καθημερινή σχεδόν βάση και άρα, αυτονόητα, την αγαπούσα με εμπειρία κάθε οριζόντιας και κάθετης γραμμής της. Είναι που οι ευρύχωροι διάδρομοι, μ’ εκείνο το συγκλονιστικό αίθριο με τη στριφογυριστή σκάλα και τις κροκάλες, σχημάτιζαν ένα αληθινό τυχερό πέταλο. Οι μαγνητικοί πόλοι του κατέληγαν στην πρόσοψη, απέναντι από το άγαλμα του Τρούμαν. Ο μαγνήτης είχε δύναμη, η Αθήνα ερχόταν. Ο ένας αρωματισμένος με αέρα προοπτικής, ο άλλος διανοούμενος, οι καλλιτέχνες, οι επιχειρηματίες, οι πολιτικοί, οι περαστικοί, η γυναίκα που κοιτούσε κάθε μέρα το έργο απ’ έξω ώσπου της χαρίστηκε, οι φιλόδοξοι, οι τεχνοκριτικοί, το παιδί, οι αβανγκάρντ χορευτές (πρώτη φορά που είδα γυμνή περφόρμανς ήταν εκεί), ο έμπορος με τα παλιά παιχνίδια, οι φαντεζί ή οι διακριτικές διασημότητες, θυμάμαι και τον Αρκά με ένα μαύρο παλτό, οι ποιητές, θυμάμαι και τον Ελύτη, φυσικά τον Καρούζο, ηθοποιοί πολλοί, θυμάμαι την Ειρήνη Παππά, τη Μελίνα Μερκούρη και ο μουσικός, ο φοιτητής, ο παλιός φίλος από το εξωτερικό, ο ερωτύλος, ο είρων και ο δειλός, ο πρίγκηψ και ο φτωχός, ο αδαής και ο παράφρων, θυμάμαι μετέπειτα και κάποια φυσιογνωμία ναυαγισμένη στη γκρίζα ζώνη της τρέλας, και φυσικά οι εικαστικοί καλλιτέχνες – κάθε έκθεση και μία μικρή εποχή.

Ένιωθες λοιπόν ότι ο κόσμος που συνέρρεε ενδιαφερόταν και για τον άνθρωπο και για την τέχνη (τότε ακόμα ήθελε και να την αποκτήσει), πίστευε στην αξία της – με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, πίστευε. Το φιλότεχνο κοινό της εποχής αντάλλασσε μεγαλόφωνα απόψεις (ο Αριστείδης χαμηλόφωνα). Κι εγώ ήμουν εκεί. Οι δύο μεγάλες βιτρίνες φιλοξενούσαν τους πιο εντυπωσιακούς πίνακες της εκάστοτε έκθεσης. Και έξω να στεκόσουν, μπορούσες να πεις ότι επισκέφτηκες έκθεση, ότι υπήρξες μάρτυρας σε αισθητικό και συναισθηματικό συμβάν. Δεν θα μιλήσω για την ίδια την τέχνη – ούτε καν για την τέχνη του να στήνεις μια έκθεση, ή για τις περφόρμανς, τις παράλληλες εκδηλώσεις, τις συναυλίες, τις ομιλίες, τις παρουσιάσεις και τη σημασία τους. (Σίγουρα δεν θα μιλήσω εδώ για την παλαβή χαρά που μας έδενε όταν συνεργαζόμασταν με τη Ζώζη Φράγκου στην «οργάνωση παραγωγής», ούτε για την πολύπλευρη και στοργική αφοσίωση της Δάφνης Γιαγιάννου προκειμένου να λάμψουν οι εκθέσεις. Ούτε για τις αξέχαστες εκθέσεις του πατέρα μου, Απόστολου Γιαγιάννου (κανονικές γιορτές για μένα), εκεί από την αρχή ως το τέλος. Ούτε για την πρώτη παρουσίαση του πρώτου βιβλίου μου. Ούτε είναι εδώ το σημείο να μιλήσω για τη στιβαρή στήριξη της αναντικατάστατης Νάνσυς Σιλβέστρου. Ούτε ούτε ούτε – Θεέ μου, πόσα έχω να πω).

Θα περιοριστώ να πω μονάχα πως ήταν χώρος ζωτικός. Ζωτικός και ζωντανός, που άλλαξε μαλακά το πρόσωπό του με αναπόφευκτες ρυτίδες, μαζί με τους καιρούς, μαζί με τους ανθρώπους. Ήταν πολύτιμη για τους καλλιτέχνες, είτε το ήξεραν είτε όχι. Τώρα, που ζούμε μια πολυεπίπεδη παρακμή (και μαζί την παρακμή του πολυεπίπεδου), μια βαθιά υποτιμητική πολιτική απέναντι στον καλλιτέχνη-δημιουργό, την καχυποψία απέναντι στους ενδιάμεσους κρίκους που συμβάλλουν στη διάδοση του καλλιτεχνικού έργου, αλλά και την ειδικότερη απαξίωση της ζωγραφικής, φαίνεται πόσο πολύτιμη ήταν η Titanium.

Δεν θα είναι υπερβολή να πω ότι ήταν πολύτιμη επειδή την έφτιαξε, τη μεγάλωσε, τη στήριξε, την τάισε και την αποχαιρέτισε ο Αριστείδης Γιαγιάννος, ο θείος μου ο Αριστείδης. Τον χάσαμε πέρσι 19 Φεβρουαρίου. Από τα εννιά μου μέχρι τα τριανταπέντε μου, στον χώρο του, ανεβοκατέβαινα τις στριφογυριστές σκάλες, αλώνιζα την πλατεία σαν προαύλιο της γκαλερί, έκανα άλλοτε και κριτική σαν κάτι να ήξερα, μπαινόβγαινα σαν να ήταν κάτι το δεδομένο όλο αυτό, κάτι το αυτονόητο – μια αθωότητα να σουλατσάρεις, να χορεύεις, να καμαρώνεις μέσα στο πολύτιμο. Δεν αρκεί μια ανάρτηση για την Titanium, κανονικά χρειάζεται ένα βιβλίο. Ήθελα όμως να κάνω μια ελάχιστη αναφορά σ’ εκείνη τη φανταστική γκαλερί (που όντως υπήρξε!), επειδή ήταν το πάθος του λατρευτού μας Αριστείδη.

Titanium είναι η διεθνής ονομασία του λευκού στην παγκόσμια χρωματολογία. Το λευκό Titanium είναι η έδρα της ζωγραφικής, ενώ ταυτόχρονα με όποιο χρώμα αναμιχθεί του δίνει φως: αυτό έκανε για τις εκθέσεις του ο Αριστείδης. Το λευκό Titanium είναι το σημείο εκκίνησης της τέχνης. Και είναι τουλάχιστον χρήσιμο να θυμάται κανείς από πού ξεκίνησε.

Εις μνήμην Αριστείδη Γιαγιάννου

19/02/21

Μ.Γ.

  • Η έκθεση με τα ιπτάμενα μαξιλάρια: Βασίλης Βασίλη
  • Η έκθεση με τους πύργους από τραπουλόχαρτα: Σταύρος Ιωάννου
  • Πάρτυ-Καραγκιόζης, όπου Απόστολος (αρ.) και Αριστείδης (δεξ.) Γιαγιάννος εξηγούν το Θέατρο Σκιών στα παιδιά.
  • Η έκθεση με την εγκατάσταση-κοτέτσι: Πέτρος Σοροπάνης
  • Η έκθεση με τον χλοοτάπητα: Γιάννης Bach Σπυρόπουλος
  • Η έκθεση με τα γλυπτά Neon: Αντωνία Παπατζανάκη
  • Η έκθεση με τον λαβύρινθο από νήμα: Δημήτρης Ντζουμάνης
  • Οι υπόλοιπες φωτό από ομαδικές

Νέα κυκλοφορία: «Το Μέλος Φάντασμα» της Μαρίας Γιαγιάννου, εκδ. Μελάνι

Νέα κυκλοφορία: «Το Μέλος Φάντασμα» της Μαρίας Γιαγιάννου, εκδ. Μελάνι

Πάνω στη φθορά των γονιών και την αδυναμία αποδοχής της χτίζεται η παράξενη ιστορία ενός σαραντάχρονου επικοινωνιολόγου, που βλέπει την εταιρική του λάμψη να θαμπώνει, καθώς γίνεται θύμα της προβληματικής του μνήμης. Ένα σπίτι στην επαρχία, απολύτως μοναδικό, θα τινάξει τα πάντα στον αέρα και θα τα ξαναενώσει όταν ο ήρωας θα το κατοικήσει αλλά κυρίως όταν εκείνο θα τον κατοικήσει.

Η περιπέτεια όψιμης ενηλικίωσης του Γιάννου Μ. δεξιώνεται μια περιπετειώδη γραφή: κλασική αφήγηση, αλλά και καταγραφές από σημειωματάριο, ανθρωπολογικές παρατηρήσεις από έναν πίθηκο, εικονοπλασία του ασυνειδήτου, μονόλογοι και ένα μικρό θεατρικό μονόπρακτο φέρνουν τον αναγνώστη στο σταυροδρόμι του ρεαλισμού με την αχαλίνωτη φαντασία.  

Μέλος φάντασμα ονομάζεται το μέλος του σώματος που λείπει κι όμως ενοχλεί σαν να βρίσκεται ακόμα στη θέση του. Μέλος μιας οικογένειας, μέλος ενός σώματος, μέλος μιας ομάδας, μέλος μιας φιλίας. Όταν αποκόβεις όσα αγαπάς, τότε σύντομα ξυπνούν ως φαντάσματα.

*

Αποσπάσματα:

«Ήταν σοκαρισμένος. Οι υπόλοιποι υπάλληλοι τον κοιτούσαν μέσα από τους γυάλινους τοίχους, αλλά κανείς δεν σηκώθηκε να πάει να ρωτήσει. Όχι από αδιαφορία, μα από έλλειψη χρόνου. Με τα μαλλιά του αναστατωμένα, μια βαθιά ρυτίδα στο μέτωπο και σκεπτικά μάτια, έφυγε χωρίς να χαιρετήσει κανέναν, κοινωνώντας ανοιχτά τη βαθιά του απογοήτευση μέσω της σιωπής. Την ώρα που έβγαινε, η πολυάσχολη γραμματέας τον ξεπροβόδισε λέγοντάς του «καλή τύχη, αρχηγέ» και του έστρωσε τα μαλλιά με μια στοργική κίνηση, που τον έκανε να νιώσει σαν τέως πρίγκηπας που μεταμορφώθηκε σε αδέσποτο μπάσταρδο.«

&

«Η μνήμη δεν είναι εντάξει. Είναι εκεί αλλά λείπει. Είναι παιχνιδιάρα αλλά χωρίς να σου πάρει την άδεια. Δεν παίζει μαζί σου, παίζει εις βάρος σου. Είναι άπιαστη σαν το νερό. Αλλά χωράει σ’ ένα κεφάλι. Μέσα της είναι τυλιγμένος όλος ο δρόμος σου. Φίδι που πρέπει να χωρέσει σ’ ένα μικρό καλάθι, ο δρόμος σου είναι κουλουριασμένος σε χίλιες κουλούρες κι αδυνατείς να ξεχωρίσεις την ουρά απ’ το κεφάλι. Η μνήμη σου είναι φτιαγμένη με υλικό εσένα κι όμως το υλικό σου σε προδίδει, ξεφτίζει, φεύγει από τη θέση του, μετατοπίζεται. Στην αρχή όλα γρατζουνίζονται ανεπαίσθητα, σχεδόν ευχάριστα, αργότερα αρχίζουν οι μώλωπες, ύστερα οι κακώσεις κι έπειτα το ψέμα γραπώνει το χθες και το βιάζει ολοσχερώς. Το γδύνει, του αφαιρεί κομμάτια και του κολλάει άλλα, το ξεριζώνει, το βάφει, το φουσκώνει, το αδειάζει, το δένει σ’ ένα σκοινί, μια κλωστούλα ξεφτισμένη δηλαδή ούτε καν σκοινί και το σέρνει, έρμαιο στις δυνάμεις του τυχαίου. Έχει την πλάκα του το Τυχαίο μέχρι να δεις κάποιον να χάνει τον ειρμό, έτσι δεν είναι; Είναι απελευθερωτικό, μια θεοσεβούμενη παραίτηση από τη λογική, ένα αντίο στους ψυχαναγκασμούς και τις υποχρεώσεις. Για δες τώρα όμως, για κοίτα τη καλύτερα την Τυχαιότητα, αυτή τη μάγισσα της αναρχίας, την καμικάζι του ναού και του νου. Τι χαρούμενος βανδαλισμός. Δες πώς βομβάρδισε όλα σου τα κατορθώματα. Δες πώς καγχάζει με το μεράκι σου, με τη σπουδή σου. Δες πώς θέλει να σε ανατρέψει από την ούτως ή άλλως ελάχιστη θεσούλα που καταλαμβάνεις στον βραχύβιο κόσμο σου. Πήγες και σκάλισες, λοιπόν, την ταυτότητά σου πάνω στη μνήμη, το σπουδαίο αυτό υλικό, ώστε να γίνετε ένα. Τώρα τι θα κάνεις; «

Κριτικά Σημειώματα:

Συνεντεύξεις:

  • Στο πλαίσιο της ΔΕΘ βιβλίου, συζήτηση για «Το μέλος φάντασμα» με την Έλενα Μαρούτσου
  • Πέντε λεπτά με έναν συγγραφέα στη Bookpress

Εκδόσεις Μελάνι, τηλεφωνικές παραγγελίες: 21 0364 1638

Η Νοτρ Νταμ και η ταχεία του πένθους

cover

Η ταχύτητα της διαδοχής των γεγονότων και της αναμετάδοσής τους καθιστά το συναίσθημα και την επώασή του εντελώς πασέ. Οι νευρικές μας συνάψεις ζουν πάνω στις ηλεκτρονικές. Η Νοτρ Νταμ κάηκε, η Νοτρ Νταμ ξαναστήνεται. (Το ότι μαζεύτηκαν τα χρήματα για να ξαναστηθεί, παραδόξως κάποιους τους στεναχωρεί περισσότερο από το γεγονός ότι κάηκε. Αλλά, γι’ αυτό το θέμα, θα επανέλθω στο υστερόγραφο). Δεν ξέρω πού να ακουμπήσω την ψυχή μου, οι ειδήσεις με θέλουν συντετριμμένη και την επόμενη στιγμή πανευτυχή. Κι αν χαίρομαι με τη διεθνή ανταπόκριση, αυτό δεν σημαίνει πως η λύπη μου τελείωσε. Η αποστροφή απέναντι σε κάθε απαισιοδοξία μάς αναγκάζει να κλείνουμε τις αναρτήσεις μας (μα κι όταν μιλάμε, προφορικές αναρτήσεις δεν ξεστομίζουμε;) με μια θετική ατάκα. Με πλήττει και με διαπερνά το σοκ μπροστά στο φλεγόμενο μνημείο, αλλά θα το ξεπεράσω σύντομα. Γι’ αυτό, προτού το πένθος μου πέσει στη σούπα και ξεχαστεί, θέλω να καταγράψω ένα ιδιαίτερο είδος θλίψης (ακόμα κι αν πέρασε ένας αιώνας από προχθές). Θέλω να επιμείνω λίγο στην ανατομία της συλλογικής θλίψης, μιας οξυκόρυφης απελπισίας που αποθηκεύεται μέσα μας ακόμα και μετά το τέλος της.

Η καταστροφή της Νοτρ Νταμ έφερε ρίγος και λειτούργησε σαν μια ισχυρή υπόμνηση θανάτου (πέραν από υπερθέαμα συλλογικού θανάτου). Κοιτάμε όλοι σαστισμένοι και ανήμποροι, συγκρατώντας την παρόρμηση να ρίξουμε έναν κουβά νερό να σβήσουμε την οθόνη. Η θλίψη που συνοδεύει αυτή την ιστορική καταστροφή είναι ξεχωριστή. Σε ταπεινώνει και γονατίζει το ηθικό σου, με έναν τρόπο που δεν σε αφορά άμεσα αλλά σε διατρυπά σαν κάτι υπερκόσμιο που φτάνει και σ’ εσένα (ένας υπερφυσικός κεραυνός; η δυσοίωνη καμπάνα ενός αόρατου κωδωνοκρούστη;) για να σου δείξει την πικρή, την ατομική σου φθαρτότητα.

Αυτή η θλίψη σε οδηγεί να πιστέψεις πως καθώς σβήνονται τα χνάρια του πολιτισμού πίσω σου δεν ακολουθεί τίποτα μπροστά σου. Στην ξύπνια και σαρκαστική μας εποχή που αποθεώνουμε το ασήμαντο (επανορθώνοντας συχνά τις αδικίες), αυτή η αποθέωση συμβαίνει πάντα και μόνο υπό την προστατευτική σκιά των ανυπέρβλητων αριστουργημάτων. Ίσως κιόλας να είναι (/ήταν;) μεγάλη η θλίψη για τη Νοτρ Νταμ γιατί εκείνες οι στιγμές που η ανθρώπινη λαίλαπα κόπασε για να αναβλύσει από μέσα της το απαύγασμα κάποιας τέχνης, είναι τα σωτήρια διαλείμματα της βίας που μαρτυρούν την παρουσία του καλού μέσα στον άνθρωπο –αποδείξεις που δεν αντέχεις να τις βλέπεις να καίγονται.

Μπορεί να μαζεύτηκε κιόλας 1 δισεκατομμύριο για να επισκευαστεί, όμως κάτι ανεπανόρθωτα απαισιόδοξο ξύπνησε μέσα μου. Έχω συχνά μια ρομαντική και μηδενιστική εντύπωση πως δεν θα ξαναγεννηθούν αριστουργήματα. Νομίζω πως αυτή η στενάχωρη σκέψη έχει κάποια σχέση και με την ταχεία του πένθους, που σημαίνει το τέλος του αναστοχασμού. Επιμένει μόνο η εντύπωση πως ό,τι φτιάξαμε, φτιάξαμε. Και εντέλει νομίζω ότι η γεύση του θανάτου στο στόμα μου δεν είναι οι στάχτες όσων χάθηκαν χθες, αλλά οι στάχτες όσων ξέρω πως δεν θα γίνουν στο μέλλον.

Μ.Γ. 18/4/19

Υ.Γ. Εντωμεταξύ, όσο εγώ μιλάω για τη θλίψη της καταστροφής (και παλεύω να παρατείνω τη θλίψη για να την κατανοήσω), έχουν εμφανιστεί τις τελευταίες μέρες αρκετοί που θα χαρακτήριζαν τη λέξη πένθος (για κάτι που δεν είναι άνθρωπος) από ασεβή έως εξωφρενική. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που: α) εκλαμβάνουν την καταστροφή της Παναγίας των Παρισίων ως ένα είδος τιμωρίας της ανθρώπινης αλαζονείας (επιβεβαιώνοντας το παράδοξο δίλημμα αισθητική vs ηθική, ωσάν η μία να μην μπορεί να περιέχει την άλλη, καθώς και συμπαρασύροντας ως «αλαζονικό» κάθε καλλιτεχνικό θαύμα) και κυρίως β) τονίζουν ότι καλό θα ήταν να κλαίμε μόνο για όσα θεωρούν οι ίδιοι άξια θλίψης. Η κοινωνική ευαισθησία τους δεν περικλείει προφανώς την τέχνη, την αποκλείει μάλιστα ως έναν εχθρό ικανό να αποπροσανατολίσει από τις αληθινές αξίες. Εδώ το βασικό παράδειγμα είναι οι ανθρώπινες ψυχές που υποφέρουν ή χάνονται σε άλλα θλιβερά πλαίσια και, για τους πρεσβευτές αυτής της άποψης, θα πρέπει να καθιστούν οποιονδήποτε άλλο σκοπό ανάξιο λόγου. Έτσι, κάθε συζήτηση για θλίψη είναι όντως πασέ, αφού προέχει τώρα η απαξίωση του γεγονότος. Ο ανθρωπισμός διατυμπανίζεται μέσω της οργής προς εκείνους που κλαίνε για την καταστροφή και προς όσους επιθυμούν την αναστήλωση. Δεν ξέρω τι να υποθέσω ότι θα σκεφτόταν το ηθικά ανώτερο αυτό πλάσμα αν καιγόταν το βασικό πολιτιστικό μνημείο της χώρας του. Τείνω να πιστέψω ότι δεν θα έχυνε δάκρυ μη τυχόν και κατηγορηθεί για κοινωνική/πολιτική αναισθησία.

Κλείνω το εκτενές μου υστερόγραφο με ένα ποίημα του Θεοδόση Βολκώφ από την συλλογή του Versus (εκδ. Παρισιάνου) που κυκλοφόρησε λίγες μέρες πριν από την πυρκαγιά:

 

Η Μπαλάντα των Παλαιών Καθεδρικών

 

Ως πέτρινα και γυάλινα Βιβλία,

Ως Γλώσσες άλαλες μα γλαφυρές,

μας πύργωσαν οι Αιώνες και η Χρεία

και κάποιες μυστικόπαθες ορμές.

*

Κρατάμε απ’ τις παλιές Βασιλικές

και γίναμε το καύχημα του Τόπου,

των Χρόνων μας μορφές δηλωτικές,

προς Δόξαν του Θεού και του Ανθρώπου.

*

Ορέων μάς συνέχει ακινησία.

Για να κτιστούμε, χάθηκαν γενιές

και στέρεψαν μυριάδες λατομεία

και σώματα σκεβρώσαν και ψυχές∙

και βρέθηκαν καινούργιες τεχνικές

κι ο μόχθος του πετρά, του ξυλοκόπου,

όλα, και του αρχιτέκτονα οι βουλές –

προς Δόξαν του Θεού και του Ανθρώπου.

*

Μιαν άυλη σαρκώναν Παρουσία

σκιάσεων και φωτός εναλλαγές

και πρόσδιδαν στη Θεία Λειτουργία

μυστήριο τα τόξα κι οι στοές,

και ευλαβείς, λαός προσκυνητές

υπό τις προσταγές του Επισκόπου

έψαλλαν και ψελλίζαν προσευχές

προς Δόξαν του Θεού και του Ανθρώπου.

*

Και κάποιοι τροβαδούροι, ποιητές,

προάγγελοι πιστοί του Νέου Τρόπου,

στα χείλη μας χαράζανε γραφές

που πρόλεγαν τον από Γης προσώπου

χαμό μας, με φωνές εκστατικές,

προς Δόξαν του Θεού και του Ανθρώπου.

Θ. Β.

Η Ευνοούμενη στη χώρα των θαυμάτων

Η Ευνοούμενη στη χώρα των θαυμάτων

Η Ευνοούμενη στη χώρα των θαυμάτων

 Ένα σχόλιο για το λανθιμικό φαβορί

the-favourite-poster

 

Όταν δεν βρίσκεις έτοιμα σχήματα για να περιγράψεις κάτι, θα μπορούσες άνετα να το πεις «ανεπανάληπτο». Αν δεν θέλεις να το πριμοδοτήσεις, μπορείς να το πεις απλώς «αχαρακτήριστο». Είτε σου αρέσει είτε δεν σου αρέσει μια χώρα με τους κανόνες και την κουλτούρα της, η ανακάλυψή της παραμένει εντυπωσιακό κατόρθωμα διαίσθησης, πλοήγησης, ταξιδιωτικού πάθους και χαρτογράφησης. Ένας σκηνοθέτης που δείχνει να ανοίγει μια περιοχή στον χάρτη για να τοποθετήσει κάτι νέο είναι ο Γιώργος Λάνθιμος. Η πολύ ειδική ατμόσφαιρα που επιτυγχάνει στην «Ευνοούμενη» είναι εντελώς πρωτόγνωρη, τουλάχιστον για τη δική μου σινεφίλ εμπειρία.

Στις ταινίες εποχής που στοχεύουν στον σαρκασμό της εξουσίας, επιλέγονται συνήθως πληθωριστικές εικόνες διονυσιακού ηδονισμού που περιέχουν καρναβαλικό γκροτέσκο και ακραία εκλεπτυσμένους δανδήδες. {Αξίζει να εξαιρέσω το Barry Lyndon του Στάνλεϊ Κιούμπρικ του 1975, για τη μοναδική απόδοση της ατμόσφαιρας και πάλι του 18ου αιώνα από τον αξεπέραστο δάσκαλο του σινεμά}. Στις ταινίες εποχής πρωταγωνιστούν κατά κύριο λόγο τα εντυπωσιακά κοστούμια που, μαζί με άλλα φινιρισμένα ήθη και έθιμα, έχουν σκοπό να μας μεταφέρουν στο βάθος της Ιστορίας απεκδύοντάς την από την αίσθηση του σύγχρονου Πραγματικού. Αντιθέτως, στην «Ευνοούμενη» ο σκηνοθέτης εγκαθιστά ένα πολύ ενδιαφέρον και μοναδικό είδος Πραγματικότητας που έχει στο τσεπάκι του/ στο δαιμόνιο μάτι του∙ ένα είδος ρεαλισμού (που φαίνεται πρώτα-πρώτα στην απουσία καλλωπιστικού μακιγιάζ στις γυναίκες) το οποίο φέρνει τις τρεις πρωταγωνίστριες σε απόστασης (κρατημένης) ανάσας. Ένα είδος ρεαλισμού που σου απευθύνεται ενώ δεν μπορείς να εντοπίσεις την πηγή του. Ένας ρεαλισμός που μοιάζει ανεδαφικός γιατί δεν πατάει σε εξωτερικό έδαφος. Χρησιμοποιεί μια φωνή που κάπου-κάποτε την έχεις ακούσει μέσα σου, όσο μακρινή και αλλόκοσμη κι αν είναι η περιοχή απ’ όπου η ταινία βάλθηκε να την εξορύξει.

Αυτή η παράξενη εσωτερική βοή συνοδεύει και τις ανησυχαστικές ευρυγώνιες λήψεις, οι οποίες στρογγυλεύουν τον χώρο και τον κάνουν ακόμα πιο περίκλειστο, σαν σφαίρα, αυξάνοντας την εσωστρέφεια των σχέσεων που κάνουν λυσσαλέο παιχνίδι αδιαφορώντας πλήρως για όσα συμβαίνουν έξω. Παράδοξο φαίνεται το εξής: ενώ ο φακός ενώνει τις πλευρές του δωματίου παραμορφωτικά και τεντώνει τις αντιληπτικές μας ικανότητες, είναι ταιριαστός με μια στομαχική αλήθεια. {Οι εμετοί στο σενάριο με έκαναν να φανταστώ ότι οι ηθοποιοί στ’ αλήθεια ζαλίστηκαν από την ευρυγώνια κίνησή τους μέσα στο μάτι του οπερατέρ και ανέθεσαν στους ήρωες να αναλάβουν το άδειασμα!} Το κενό και το γεμάτο είναι διαρκώς εκεί, σαν δυο δοχεία που δεν σου επιτρέπουν να εστιάσεις σε κανένα, ενώ ξέρεις ότι η παρουσία και των δύο είναι πολύ ισχυρή – τόσο ισχυρή όσο και ο δεσμός τους.

Το δοχείο «Βασίλισσα» με τα μάτια, το σώμα, τη φωνή της Κόλμαν σε αφήνει άφωνο. Είσαι ταυτισμένος, αηδιασμένος, συμπονετικός και περίεργος να δεις όχι τι θα συμβεί σε αυτή την πρωτοφανή βασίλισσα, αλλά τι είναι. Αυτό το τι είναι ξεπερνά ακόμα και το τι νιώθει – έτσι η τεχνική δίνει πάσα στην ψυχολογία κι εκείνη δίνει τη θέση της στη φιλοσοφία (και η αντίστροφη πορεία, το ίδιο αποτέλεσμα έχει). Που σημαίνει ότι ο σκηνοθέτης ανακαλύπτει μια χώρα που κατοικείται, αλλά δεν ολοκληρώνει την ανακάλυψή της με τη χρήση της επιστήμης/της τεχνικής, που του επιτρέπει να υπολογίζει αποστάσεις και γεωγραφικά μήκη με φακούς και όλα τα ειδικά εντυπωσιακά εργαλεία. Η ανακάλυψη επεκτείνεται στους «γηγενείς» του παλατιού (όπου η κατοχή της εξουσίας και η επιδίωξή της είναι τα δύο δοχεία, το γεμάτο και το κενό, ωστόσο θεο-άδεια και εμετικά και τα δύο), και ο σκηνοθέτης αρχίζει να μελετά τα χαρακτηριστικά των προσώπων όχι πια σαν κατακτητής αλλά σαν ένας εθνογράφος-φιλόσοφος.

Στην «Ευνοούμενη» καθώς χτίζονται τα ψυχογραφήματα ο σκηνοθέτης περνάει στην περιοχή της φιλοσοφίας (της πολιτικής, της ηθικής, της οντολογίας, αλλά και σε μια φιλοσοφία της εγγενούς μοναξιάς) και το κάνει με τα συγκλονιστικά κοντινά πλάνα του και με ένα είδος φειδούς που στρώνει πάνω στην πληθωρικότητα (πώς αλλιώς να το θέσω; Ο άνθρωπος είναι τρομερός στους ανοίκειους συνδυασμούς). Ο Γιώργος Λάνθιμος πραγματοποίησε ένα υπερατλαντικό ταξίδι που στέφθηκε με βασιλική επιτυχία, όχι υπό τον αναμενόμενο ήχο της σάλπιγγας αλλά υπό την ανατριχιαστική επιμονή ενός μοντερνιστικού ροκανίσματος από ένα κοπάδι τρωκτικών. Ακολούθησε γενναία τον λαγό και από τη μαύρη τρύπα μπήκε στο παλάτι. Κι εμείς μαζί του με καλοδεχούμενες ανατριχίλες.

Μ.Γ.

Φεβρουάριος 2019

Ο «Μπαλαντέρ» ως κρίσιμη μεταμυθοπλασία

*

Η φιλόλογος και συγγραφέας Άννα Αφεντουλίδου

αναζητά τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της πεζογραφίας της γενιάς μας.

Το «Μπαλαντέρ-μια ερωτική εξτραβαγκάντσα» (Μελάνι 2015)

βρίσκεται ανάμεσα στις επιλογές της.

Το α΄μέρος της συγκριτικής της μελέτης

δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Αυγή.

*

Διαβάστε εδώ:

Μαρία Γιαγιάννου – Μπαλαντέρ / «Κρίσιμα μεταμυθοπλαστικά έκδοχα»

 

 

Κλάρα Σούμαν – τελευταίες παραστάσεις / Θέατρο οδού Κυκλάδων

Η παράσταση

Κλάρα Σούμαν: τα χαρισματικά πρόσωπα μιας υπερμαριονέτας

συνεχίζεται

στο θέατρο της οδού Κυκλάδων Λευτέρης Βογιατζής

(Κυκλάδων 11 & Κεφαλληνίας, Κυψέλη)

για τρεις ακόμα παραστάσεις

Δευτέρα 19, Τρίτη 20, Τρίτη 27 Μαρτίου

Κλάρα Σούμαν: τα χαρισματικά πρόσωπα μιας υπερμαριονέτας

Δημοσιεύματα:

Απόσπασμα κειμένου στη Logotexnia 21

Αφιέρωμα στη Μαρία Γιαγιάννου – Βίντεο ΕΡΤ

Συνέντευξη Μαρία Γιαγιάννου – Περιοδικό Andro

Κριτική στην Εφημερίδα των Συντακτών

Κριτική στο περιοδικό Βακχικόν

Κριτική στο περιοδικό Bookpress

Συνέντευξη του Μιλτιάδη Φιορέντζη στο Theater View

Συνέντευξη του Μιλτιάδη Φιορέντζη στο Spirto

Μαρία Γιαγιάννου – ραδιοφωνική εκπομπή του Σταύρου Σταυρόπουλου – Ert Open 

Μαρία Γιαγιάννου – ραδιοφωνική εκπομπή Νατάσσας Βογιατζίδου – Amagi

 

*

 

Ταυτότητα της παράστασης

Συγγραφέας : Μαρία Γιαγιάννου

Σύλληψη | Σκηνοθεσία | Δραματουργία : Μιλτιάδης Φιορέντζης

Συνεργάτης Δραματουργίας | Διαμόρφωση πρόβας: Μαρία Όλγα Αθηναίου

Σκηνογραφία | Κοστούμια: Δήμητρα Λιάκουρα

Γλυπτική: Περικλής Πραβήτας

Φωτισμοί: Χριστίνα Θανάσουλα

Ηχητικός σχεδιασμός: Νίκος Παλαμάρης

Βοηθός Σκηνοθέτη: Αριάννα Χατζηγαλανού

Φωτογραφίες: Κική Παπαδοπούλου

Promo teaser: Χρυσάνθη Μπαδέκα

 Ερμηνεύουν:

Πιανίστρια: Βικτωρία Κιαζίμη

Βαρύτονος: Νικόλας Καραγκιαούρης

Ηθοποιοί :    Μαρία Όλγα Αθηναίου

                        Μιλτιάδης Φιορέντζης

~.~

Θέατρο της Οδού Κυκλάδων

Λευτέρης Βογιατζής

Κεφαλληνίας & Κυκλάδων 11, Κυψέλη

Πληροφορίες – Κρατήσεις : 210 8217877

http://www.ticketservices.gr

Διάρκεια : έως 27 Μαρτίου 2018

~για λίγες μόνο παραστάσεις~

Δευτέρα & Τρίτη | Ώρα έναρξης  21:00

Τιμές εισιτηρίων : 14€ & 10€

Διάρκεια : 80 λεπτά χωρίς διάλειμμα

Κλάρα Σούμαν: τα χαρισματικά πρόσωπα μιας υπερμαριονέτας

Κ Λ Α Ρ Α   Σ Ο Υ Μ Α Ν

Τα χαρισματικά πρόσωπα μιας υπερμαριονέτας

(Μελάνι, 2018)

 Παράσταση για ένα πιάνο, μια φωνή και δύο πνεύματα

Βικτωρία Κιαζίμη - Νικόλας Καραγκιαούρης

Συγγραφέας: Μαρία Γιαγιάννου

Σύλληψη – Σκηνοθεσία: Μιλτιάδης Φιορέντζης

 

 Θέατρο Οδού Κυκλάδων Λευτέρης Βογιατζής

Κυκλάδων 11 & Κεφαλληνίας

 

Για το έργο

 

Μια εξάχρονη που υποκλίνεται σ’ ένα αυγό, η λατρεία ενός τρελού για μια παλιά φωτογραφία, ένας πατέρας που λέει όχι, το αυτόματο της Μαρίας Αντουανέττας, η πτώση στον παγωμένο Ρήνο, ένα μοιρασμένο ημερολόγιο, οκτώ τέκνα – ένα για κάθε νότα μιας οκτάβας, δυο καρδιές που γίνονται δάχτυλα. Ένα σύγχρονο μετα-ρομαντικό κείμενο έρωτα, ζήλιας, πίκρας και ελπίδας, κινεί τα νήματα της συμβίωσης ενός ιστορικού ζεύγους και ζυγίζει το μίγμα φθόνου και λατρείας ανάμεσα σε δύο ομότεχνους.

Το θεατρικό κείμενο Κλάρα Σούμαν: τα χαρισματικά πρόσωπα μιας υπερμαριονέτας της Μαρίας Γιαγιάννου είναι μια διακεκομμένη σεάνς επικοινωνίας με τα μεγάλα πνεύματα˙ της πιανίστριας Κλάρα Σούμαν και του συνθέτη Ρόμπερτ Σούμαν. Δυο παράλληλοι μονόλογοι διάστικτοι με ψιθύρους από τον Κλάιστ, τον Χόφμαν, τον Καμίσο, συλλαμβάνουν την ατμόσφαιρα του Ρομαντισμού για να την μετατοπίσουν γλωσσικά και τονικά σε ένα νέο συγκείμενο. Τα ερωτήματα διαπερνούν τις σελίδες και ορθώνονται στη σκηνή: Πώς ξεκουρδίζεται η μηχανή μιας ιδιοφυίας; Μπορεί μια μαριονέτα να ξεπεράσει τον δημιουργό της; Ποιος κινεί τα νήματα της ανθρώπινης δημιουργικότητας; Ποια είναι η διάσημη άγνωστη Κλάρα Σούμαν;

Για την παράσταση

Η περίοδος του ρομαντισμού στην τέχνη άφησε τις γυναίκες στο περιθώριο όπου ήδη βρίσκονταν, παρέχοντάς τους ελλιπή μόρφωση και τη δυνατότητα να γίνουν μόνο γκουβερνάντες, οικιακές βοηθοί και, στις πιο ευτυχείς περιπτώσεις, δασκάλες. Η γυναίκα-δημιουργός είναι είδος σπάνιο. Η Κλάρα Σούμαν υπήρξε παιδί-θαύμα που εξελίχθηκε σε αστέρι της πιανιστικής τέχνης˙ μια λαμπρή εξαίρεση με την τύχη να ζήσει τη φήμη της. Ωστόσο, το πεπρωμένο της, όπως και το όνομά της, συνδέθηκε σαρωτικά με τον -αδύναμο ως πιανίστα αλλά μεγαλοφυή ως συνθέτη- Ρόμπερτ Σούμαν.

Πώς βιώνει μια εξαιρετική γυναίκα των μέσων του 19ου αιώνα την καθημερινότητά της με έναν ομότεχνο δημιουργό, ο οποίος την φθονεί ενώ παράλληλα τη λατρεύει; Μπορεί η μητρότητα να αφήσει περιθώριο στην καλλιτεχνική δημιουργία όταν μια γυναίκα μεγαλώνει οκτώ παιδιά; Με τι ψυχικό σθένος αντιμετωπίζει κανείς την κατάρρευση του συντρόφου του;

Αντλώντας έμπνευση από τα παραπάνω ερωτήματα, η παράσταση Κλάρα Σούμαν, τα χαρισματικά πρόσωπα μιας υπερμαριονέτας της Μαρίας Γιαγιάννου, σε σύλληψη, δραματουργία και σκηνοθεσία Μιλτιάδη Φιορέντζη, επιχειρεί να δώσει υπόσταση στην φράση της Κλάρα: «Η μουσική δίνει ήχο σε  αυτά που θα ήταν καλύτερα να μείνουν στην σιωπή» όσο και να την υπερβεί. Τη σκηνή πλημμυρίζουν οι μελωδίες και τα τραγούδια του Σούμαν σε ζωντανή εκτέλεση από την πιανίστρια Βικτωρία Κιαζίμη και τον βαρύτονο Νικόλα Καραγκιαούρη, ενώ δύο πρωτότυποι παράλληλοι μονόλογοι εκφέρονται από τους δύο ηθοποιούς, Μαρία Όλγα Αθηναίου και Μιλτιάδη Φιορέντζη, εντάσσουν τη γλώσσα στο μαγευτικό φάσμα του ήχου και αναδεικνύουν μια σχέση μετ’ εμποδίων, αλλά και λυτρωτική, όπου η ανάγκη για σύνδεση και συν-κίνηση δεσπόζει ως μια από τις πιο προκλητικές και απελευθερωτικές εμπειρίες της ζωής.

Clara Schumann_η ομάδα

 

Όταν η Κλάρα γνώρισε τον Ρόμπερτ/ (Γερμανία, 19ος αιώνας)

Η Κλάρα Βικ γνώρισε τον Ρόμπερτ Σούμαν το 1828, όταν η ίδια ήταν εννέα ετών. Ο δεκαοχτάχρονος συνθέτης ήταν μαθητής του Φρίντριχ Βικ, του πατέρα της Κλάρα. Λίγα χρόνια μετά οι δύο νέοι ερωτεύονται και παρά τη σθεναρή αντίσταση του Βικ, παντρεύονται. Μετά την πρώτη τρυφερή περίοδο του γάμου τους, ο Σούμαν συνθέτει ακατάπαυστα αφήνοντας την Κλάρα στη σιωπή. Χωρίς να κάμπτεται από οκτώ εγκυμοσύνες και γαλουχίες, η Κλάρα σύντομα αρχίζει πάλι τις περιοδείες της. Γνωρίζει τεράστια επιτυχία ερμηνεύοντας τα έργα του Σούμαν.

Η καταξίωση της Κλάρα προκαλεί τη ζήλεια του Σούμαν, του οποίου ο ψυχισμός αρχίζει να κλονίζεται. Παρουσιάζει ιλίγγους, τρόμο, ακουστικές παραισθήσεις, αϋπνίες. Παρόλο που γράφει αριστουργήματα, η ψυχική του υγεία επιδεινώνεται διαρκώς με αποκορύφωμα το 1854 όταν επιχειρεί  να αυτοκτονήσει πέφτοντας στον Ρήνο. Μετά από το περιστατικό μεταφέρεται σε ψυχιατρείο έξω από τη Βόννη, όπου πεθαίνει το 1856. Η Κλάρα Σούμαν συνεχίζει να διαγράφει μια λαμπρή πορεία και να αποθεώνεται από το κοινό (συμπεριλαμβανομένου του ερωτευμένου Γιοχάννες Μπραμς) μέχρι τον θάνατό της από εγκεφαλικό το 1896.

Κλάρα Σούμαν της Μαρίας Γιαγιάννου

 

Ταυτότητα της παράστασης

Συγγραφέας : Μαρία Γιαγιάννου

Σύλληψη | Σκηνοθεσία | Δραματουργία : Μιλτιάδης Φιορέντζης

Συνεργάτης Δραματουργίας | Διαμόρφωση πρόβας: Μαρία Όλγα Αθηναίου

Σκηνογραφία | Κοστούμια: Δήμητρα Λιάκουρα

Γλυπτική: Περικλής Πραβήτας

Φωτισμοί: Χριστίνα Θανάσουλα

Ηχητικός σχεδιασμός: Νίκος Παλαμάρης

Βοηθός Σκηνοθέτη: Αριάννα Χατζηγαλανού

Υπεύθυνος επικοινωνίας : Άρης Ασπρούλης

Φωτογραφίες: Κική Παπαδοπούλου

Promo teaser: Χρυσάνθη Μπαδέκα

 Ερμηνεύουν:

Πιανίστρια: Βικτωρία Κιαζίμη

Βαρύτονος: Νικόλας Καραγκιαούρης

Ηθοποιοί :    Μαρία Όλγα Αθηναίου

                        Μιλτιάδης Φιορέντζης

~.~

 

Θέατρο της Οδού Κυκλάδων

Λευτέρης Βογιατζής

Κεφαλληνίας & Κυκλάδων 11, Κυψέλη

Πληροφορίες – Κρατήσεις : 210 8217877

http://www.ticketservices.gr

Πρεμιέρα : Δευτέρα 12 Φεβρουαρίου 2018

~για λίγες μόνο παραστάσεις~

Δευτέρα & Τρίτη | Ώρα έναρξης  21:00

Τιμές εισιτηρίων : 14€ & 10€

Διάρκεια : 80 λεπτά χωρίς διάλειμμα

 

Μουσική πρόγευση

Ενημερώσεις

 

*

Ο «Αγνοούμενος» του Γιώργου Λαμπράκου / σκέψεις πολύ μετά

 

Ένα κείμενο-θύμηση, για ένα θεατρικό έργο που αγάπησα.

 

EROS ALERT

ΓΙΑ ΤΟΝ «ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟ» ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΛΑΜΠΡΑΚΟΥ /

Γαβριηλίδης 2010

Η παράσταση 

Πού βρίσκεται;

             Πού βρίσκεται ο «Αγνοούμενος»; Θέλω να πω, το δεύτερο βιβλίο του Γιώργου Λαμπράκου (που κυκλοφόρησε το 2010 και ανέβηκε στο Θέατρο Φούρνος) σε ποια κατηγορία αληθινά ανήκει; Είναι καταρχήν θέατρο. Έχει χαρακτήρες, αμεσότητα, διαλόγους και προϋποθέτει τουλάχιστον ένα θεατή. Είναι όμως και κείμενο. Έχει πυκνότητα, βάθος και χρειάζεται χρόνο για να ριζώσει μέσα στο μυαλό του αναγνώστη. Και τα τρία έργα του εξάλλου, «Αναμνήσεις από το Ρετιρέ», «Αγνοούμενος» και «Υπογείωση», είναι ταυτόχρονα και θέατρο και πεζογραφία. Είναι πεζογραφία διότι η γλώσσα του συγγραφέα περιέχει πάντοτε τον καθαρό Λόγο του. Είναι θέατρο γιατί μαζί περιέχει και το μη-καθαρό, το αληθινό, το βιωμένο Σώμα.

            Όπως όλα τα έργα του Λαμπράκου, έτσι και ο Αγνοούμενος είναι μια κάθετη χειρονομία, μια κίνηση προς το συναισθηματικό βάθος του θεατή/αναγνώστη. Περισσότερο από τα άλλα δύο βιβλία, ο Αγνοούμενος είναι επίσης μια οριζόντια χειρονομία, ένα ψηλάφημα στο χώρο, ίσως διότι διαφορετικά δεν μπορεί να πιαστεί ένα φάντασμα˙ και εν προκειμένω το φάντασμα του Έρωτα. Ο συγγραφέας συντονίζει μια κίνηση σύλληψης του αόρατου φαινομένου, το οποίο, έτσι κι αλλιώς, έχει φύση διάχυτη˙ εισχωρεί, διαμορφώνει, αποχωρεί και παραμένει ακαλούπωτο.

            Στην υπηρεσία μιας αισθητικής και φιλοσοφικής αναζήτησης, ο Λαμπράκος μετατρέπει τα τρία πρόσωπα – που θα μπορούσαν να είναι ένα πρόσωπο – σε σχήμα. Χωρίζει μια ψυχή που αναζητά τον Έρωτα σε τρία μέρη και τα απλώνει τριγωνικά στο χώρο. Το σχήμα αυτό ενώνει τους ήρωες με νοητές γραμμές, μα πρόκειται για γραμμές διακεκομμένες που ταυτόχρονα τους χωρίζουν. Σε αυτή την απόσταση θα επανέλθω.

Η υπόθεση των λέξεων

            Προς το παρόν θα σταθώ στην υπόθεση. Στην ποια; Αν υποθέσουμε ότι μια υπόθεση είναι απαραίτητη προϋπόθεση για ένα θεατρικό, εδώ η υπόθεσή μας αίρεται. Συναντούμε μια σειρά από προβληματισμούς που υποκαθιστούν με επιτυχία την δομή ενός κλασικού έργου. Οι προβληματισμοί των χαρακτήρων έχουν πρωτίστως στοχαστική ποιότητα. Δεν αποτελούν το διαλογικό μέρος μιας διαδοχής σκηνικών δράσεων που θα οδηγούσε στην κορύφωση και σταδιακά σε ένα τέλος. Οι λέξεις εδώ εξυπηρετούν την τελεστική λειτουργία του λόγου, δηλαδή λειτουργούν ως πράξεις. Δεν εξυπηρετούν την δράση ενός θεατρικού έργου που εξελίσσεται˙ οι λέξεις είναι η δράση του έργου.

            Τρία πρόσωπα διασχίζουν με τις ευφυείς, όσο και σωματικές λέξεις τους, οκτώ σκηνές αναζητώντας τον (αιώνιο) Αγνοούμενο. Δύο γυναίκες κι ένας άνδρας διαβαίνουν τα στάδια του Έρωτα, κυρίως μέσω των προσωπικών τους αναμνήσεων, σκορπίζοντας επί σκηνής λόγια ηττημένα, τα οποία ωστόσο σπανιώς καταλήγουν σε λυγμό. Πολύ συχνά μια φράση που δηλώνει το αίσθημα ήττας του προσώπου, έχει εξέλιξη χιουμοριστική (δεν είναι εξάλλου το χιούμορ ένα από τα πρόσωπα του κυνισμού;), συχνά μάλιστα ξεκαρδιστική, ιδίως σε αντίστοιξη με την περιρρέουσα πίκρα, και τούτο είναι ένα γνώρισμα της γραφής του Λαμπράκου, το οποίο έχει την τσεκαρισμένη ικανότητα να ανυψώνει τον ήρωα – και μαζί τον αναγνώστη – από την θλίψη που μαζεύεται γύρω του σαν κινούμενη άμμος, στα κωμικά ύψη της ζωής.

*

Εκείνη λέει: «Κάθε ερωτική σχέση είναι πλέον σαν βαρετό πάρτι. Ξέρεις πότε θα πας, τι θα πιεις, τι θα πεις, τι ώρα θα γυρίσεις σπίτι για να ονειρευτείς αυτό που δεν έζησες…. Ή μήπως μόνο εγώ πηγαίνω σε τέτοια άθλια πάρτι;»

ή αλλού: «-Το σεξ είναι υπερτιμημένο –Τι εννοείς; – Το σεξ αξίζει κυρίως για το πριν και το μετά. Πριν, επειδή έχεις αγωνία και πάθος, και μετά… επειδή σου ‘ χουν φύγει»

ή αλλού: «Έλα μην κλαις, έρωτας είναι, θα περάσει»

*

Εξατομίκευση και Παιδικότητα

           Ο «Αγνοούμενος» του Γιώργου Λαμπράκου είναι δομικά συγγενής με το «Λαχταρώ» της Σάρα Κέην, αλλά δεν πηγάζει από τα βάθη με εκείνη την πηχτή μαυρίλα που ταυτίζεται με την αυτοκαταστροφή. Ο «Αγνοούμενος» δεν ανήκει στην Κόλαση, ανήκει σε έναν ανέφικτο Παράδεισο. Αυτό συνιστά μια τεράστια διαφορά. Το βιβλίο αυτό αποζητά την ενότητα, παρότι δείχνει σαν να ρέπει συχνά προς την διάλυση – μορφικά και περιεχομενικά. Εδώ η αυτοκαταστροφή των ηρώων ανήκει σε μιαν αιμάσσουσα παρατεταμένη εφηβεία, που παλεύει με τις ελπίδες και την αθωότητά της. Κι εδώ που τα λέμε, ποιος δεν είναι έφηβος μπροστά στον Έρωτα; «Το εικοσάρι στην τάξη του Έρωτα, το παίρνει ο αδιάβαστος», μας λέει ο άνδρας του τριγώνου, με διάθεση μετασχολική. Οι χαρακτήρες δεν είναι πραγματικά ματαιωμένοι, γιατί δεν είναι ακόμα ενήλικοι. Είναι φοβισμένοι από την ιδέα της ματαίωσης, ή αλλιώς από την επερχόμενη ενηλικίωση, μια ενηλικίωση που δεν σχετίζεται με την ηλικία, αλλά με την προσγείωση στην ωριμότητα. Μια ωριμότητα που μοιάζει ξενερωτική παρά ερωτική, που δείχνει να συγκρούεται με την εντύπωση που έχουμε για τον Έρωτα όσο είμαστε παιδιά.

*

Εκείνη λέει: «Ο Έρωτας είναι ένα παραμύθι που το λατρεύουμε όσο είμαστε νέοι. Όταν μας πείσουν ότι το παραμύθι είναι ψέμα, βάζουμε τα κλάματα. Κάποτε διαπιστώνουμε ότι το παραμύθι δεν είναι ακριβώς ψέμα, οπότε ξαναβάζουμε τα κλάματα: όχι όμως επειδή πιστεύουμε ότι μας εξαπάτησαν, αλλά επειδή η ζωή μας δεν είναι πια παραμυθένια.»

*

            Ας επανέλθω τώρα στο ζήτημα της απόστασης μεταξύ των χαρακτήρων. Η δομή του «Αγνοούμενου» καθώς και η όλη ατμόσφαιρά του, δηλαδή το άυλο σκηνικό μέσα στο οποίο μετεωρίζονται οι ήρωες, αναδεικνύει την εξατομίκευση του ανθρώπου. Η σπασμένη επικοινωνία τους είναι μια σειρά από τσιτάτα που τέμνονται σε ένα απολαυστικό πινγκ-πονγκ, το οποίο ποτέ δεν εκτονώνει τις αληθινές σχέσεις, αφού πρόκειται για ένα είδος διαξιφισμού που δεν στοχεύει στο να αγγίξει τον άλλο, αλλά στο να εκπαιδεύσει τον ίδιο τον εαυτό˙ έναν εαυτό που, παραμένει κλεισμένος σε φράσεις αυτοαναφορικές, περιγραφικές ή αφοριστικές, δηλαδή φράσεις μοναχές. Οι χαρακτήρες παίζουν πινγκ-πονγκ με τον καθρέφτη τους. Οι ήρωες λεκτικοποιούν το σώμα τους, επιβεβαιώνοντας την απουσία του και άρα την ατελή σχέση μεταξύ τους.

*

Εκείνος λέει «Το σώμα έχει πάντα δίκιο, μα σπάνια με δικαιώνει» ή «Ο κόσμος μου απαγορεύει να χρησιμοποιώ το σώμα μου σωματικά»

*

Ο Λαμπράκος αναδεικνύει την δυστοκία στην επικοινωνία (και πιο συγκεκριμένα στην ερωτική), που κάνει τις σχέσεις των ανθρώπων πικρές και ελλειμματικές.

Οι σταθμοί

Ανάμεσα στη μοναχική κατάθεση αναμνήσεων, εντυπώσεων και συμπερασμάτων, παρεμβάλλονται ποιήματα (απαγγέλεται Μπλέηκ, Εμπειρίκος, Κάμινγκς, Ελύτης κ.α.) που υπογραμμίζουν τον διάλογο του Λαμπράκου με τους μεγάλους ερωτοπλόκους της λογοτεχνίας καθώς και στιγμιότυπα του βίου των τριών χαρακτήρων, όπου εικονογραφούνται «λάιβ» οι σταθμοί της ερωτικής σχέσης δύο ανθρώπων που θέλουν να ωριμάσουν, αλλά αδυνατούν.

  1. Ο σταθμός του πρώτου Ενθουσιασμού, όπου όλα μοιάζουν, κι άρα είναι, ονειρεμένα. Λένε: «Είσαι το άσβηστο φως», «Είσαι το γελαστό πρωινό».
  2. Ο σταθμός της πρώτης Απογοήτευσης. Του λέει: «Όλο λόγια κι υποσχέσεις είσαι» κι εκείνος απαντά «Σ’ αγαπώ, πίστεψέ με, γιατί δεν με πιστεύεις;»
  3. Ο σταθμός της καταπίεσης και της επιβολής των αναγκών. Της λέει: «-Σε θέλω, αλλά δεν αντέχω να με περιορίζεις συνέχεια. Δεν με θέλεις ελεύθερο», του απαντά «- Θέλω να είσαι ελεύθερος να είσαι μαζί μου»
  4. Ο σταθμός της ανάδυσης των βιολογικών και κοινωνικών διαφορών. Εκείνος λέει «Το μόνο ήθος βρίσκεται στο στήθος» και καταλήγει να γράφει μια «Ωδή στο Βυζί» κι εκείνη λέει «Αγάπη μου θέλω ένα παιδί». Αυτός της απαντά «Τι να το κάνεις;» ενώ στην πραγματικότητα εννοεί πως γίνεται να θέλεις ένα παιδί από κάποιον που είναι ένα παιδί;
  5. Έπειτα, ο σταθμός της Απομάγευσης. «-Αντί να γράφεις ποιήματα, δεν γράφεις κανένα βιογραφικό; -Το βιογραφικό μου θα το γράψει ο βιογράφος μου –Μέχρι να πιάσει δουλειά ο βιογράφος σου δεν πιάνεις κι εσύ καμιά δουλειά;»
  6. Και φυσικά, ο σταθμός του Χωρισμού. Ο οποίος σε καμία περίπτωση δεν είναι ο τελικός. Ο θάνατος μιας σχέσης γίνεται το λίπασμα της επόμενης. Η λούπα επιβεβαιώνει την καθήλωση στα λάθη, αλλά και την επιστροφή στη ζωή.

Οι τρεις χαρακτήρες μοιάζουν ενίοτε σαν να κινούνται προς τα εμπρός, προς τα εκεί όπου ο Αγνοούμενός τους ιδανικά αποκαλύπτεται. Πολύ σύντομα όμως ο αναγνώστης/θεατής διαπιστώνει ότι και οι τρεις απλώς περνούν από βαγόνι σε βαγόνι, σε ένα τρένο, το οποίο τρέχει μεν, αλλά κρατώντας τους ίδιους στάσιμους στα καθίσματά τους, σε θέση ακινησίας. Το τρένο κινείται σε ράγες καρφωμένες στην ίδια θέση ανά τους αιώνες, προχωράει μπροστά χωρίς να υπολογίζει την «ελεύθερη» βούληση των επιβατών. Οι επιβάτες της Ερωτικής Μοίρας ανέβηκαν και εφόσον ανέβηκαν, θ’ ακολουθήσουν τη γραμμή, παρά τις προσπάθειές τους να εκτροχιαστούν.

Ο συγγραφέας σε κάνει πάντα ν’ αναρωτιέσαι: στον Έρωτα δίνει ρυθμό η φύση Του ή η κοινωνία;

 Η εμφάνιση του Έρωτα

            Με ποιον τρόπο κάνει την εμφάνισή του ο Έρωτας στον Αγνοούμενο του Γιώργου Λαμπράκου;

           «Η σχέση δεν είναι επιχείρημα να λέει ο καθένας τι πιστεύει κι ο άλλος να συμφωνεί ή να διαφωνεί» λέει ο Άνδρας της παρέας. Κι όμως, στον Αγνοούμενο, ο Έρωτας είναι επιχείρημα, γιατί ο Έρωτας λείπει και ό,τι λείπει δεν μπορεί παρά να αφήσει πίσω του ένα ομοίωμά του στην περιοχή της μνήμης, μια εντύπωση που, μέσω της γλώσσας, ντύνεται ένα έλλογο περίβλημα που αντικαθιστά το σώμα της. «Η ποίηση είναι το πένθος για τον θάνατο του Έρωτα» θέτει το ζήτημα, με άλλα λόγια, ο ίδιος ο ήρωας. Μετά τον Έρωτα, ο Έρωτας γίνεται επιχείρημα. Γι’ αυτό και ο Άνδρας απορεί με τον εαυτό του… «Όταν με παράτησε, άρχισα να δίνω συμβουλές για τον Έρωτα. Ποιος; Εγώ… Έλεγα σ’ όλους: Ο έρωτας είναι το μόνο πράγμα που δεν χρειάζεται δικαιολόγηση». Τρία πρόσωπα, τρία δοχεία συναισθηματικών εντάσεων, προσδοκιών, φόβων, μεταχειρίζονται τον λόγο, εκλογικεύουν, μετουσιώνουν το σώμα σε πολιτισμό για να μπορέσουν να εισαχθούν στον αναπόφευκτο κόσμο των ενηλίκων.

           Ο «Αγνοούμενος» είναι ένα θεατρικό έργο μελαγχο-γλυκό, χιουμοριστικό, με αφορισμούς τύπου Όσκαρ Ουάιλντ, με τρεις συμπληρωματικούς χαρακτήρες, των οποίων τις σκέψεις καλωσορίζουμε διαρκώς με μια αίσθηση βαθιάς οικειότητας που μας εκπλήσσει, είναι ένα έργο που κατορθώνει να χτίσει μιαν ατμόσφαιρα διάχυτης αβεβαιότητας με απόλυτη σιγουριά.

            «Ό,τι και να πεις για τον Έρωτα, έχει ήδη ειπωθεί». Με αυτή την αλήθεια ξεκινάει το έργο, για να την ανατρέψει στις επόμενες σκηνές και τέλος να την επιβεβαιώσει. Η αιώνια επανάληψη του ίδιου, το «πάμε πάλι από την αρχή», είναι στην ουσία το κυνήγι της πρώτης φοράς. Κυνηγώντας την πρώτη φορά, προσπαθούμε να φέρουμε πίσω την παιδικότητά μας. Ο Αγνοούμενος του Γιώργου Λαμπράκου είναι ένας κλασικός μικρός άγγελος ερωτιδεύς, ένας έρωτας-παιδί, γεμάτος πίστη στο φοβερό μέλλον. Κι έτσι, είναι ταυτόχρονα ένα θεατρικό έργο απολύτως ερωτεύσιμο.

Μαρία Γιαγιάννου

Απρίλιος 2012

*

 

Απόστολος Γιαγιάννος / Έκθεση γλυπτικής 2017 / το αυγό του ανθρώπου

Η gallery genesis

παρουσιάζει την έκθεση γλυπτικής του

Απόστολου Γιαγιάννου

το αυγό του ανθρώπου

Επιμέλεια: Μαρία Γιαγιάννου

 

Καλλιτεχνική Διεύθυνση: Γιώργος Τζάνερης

Εγκαίνια: Πέμπτη 21 Σεπτεμβρίου 2017 / Ώρα 20:00

Διάρκεια: 21 Σεπτεμβρίου έως 14 Οκτωβρίου 2017

Απόστολος Γιαγιάννος_Πόλεμος_Genesis gallery_210917

Απόστολος Γιαγιάννος, Πόλεμος, ορείχαλκος και οβίδες πυροβόλου άρματος, 2017

 

Την Πέμπτη 21 Σεπτεμβρίου 2017, στις 20:00, εγκαινιάζεται στη γκαλερί Genesis (Χάρητος 35, Κολωνάκι) η έκθεση γλυπτικής του Απόστολου Γιαγιάννου «Το αυγό του ανθρώπου» σε επιμέλεια Μαρίας Γιαγιάννου. Μετά από ογδόντα ατομικές εκθέσεις ζωγραφικής στην Ελλάδα και το εξωτερικό, μελετώντας πάντα τις δυνατότητες της φόρμας στις δύο και τις τρεις διαστάσεις, και πέντε χρόνια μετά την τελευταία του ατομική έκθεση στην Αθήνα, ο καλλιτέχνης παρουσιάζει αποκλειστικά γλυπτική˙ ένα εντυπωσιακό αλληγορικό ensemble, όπου στο κέντρο δεσπόζει εκθαμβωτικό το Αυγό.

Το αυγό είναι ένα από τα ισχυρότερα σύμβολα της φιλοσοφίας, της μυθολογίας, της λογοτεχνίας. Το τέλειο ελλειψοειδές σχήμα του έχει γίνει αντικείμενο άπειρων εικαστικών πειραματισμών, διάκοσμος αρχαιοελληνικών ζωφόρων, σύμβολο του σουρεαλισμού, μεταμοντέρνο αρχιτεκτονικό περίβλημα. Η επιστροφή στο αυγό, στο καταφύγιο «πριν την αρχή», θα είναι πάντα η φαντασίωση μιας ουτοπίας που υπόσχεται την επανεκκίνηση της ζωής.

Η νέα δουλειά του Απόστολου Γιαγιάννου εστιάζει στην αρχετυπική μορφή του Αυγού, ως μαντικής σφαίρας όπου τα μέλλοντα καθρεφτίζονται στην επιφάνεια από την οποία εκπηγάζουν. Οι οβάλ γυαλιστερές μήτρες, άψογες στο σχήμα και λείες στην αφή, μοιάζουν αδιάρρηκτες. Από μια τέλεια κυκλική οπή – ωσάν το αυγό να μην σπάει αλλά να αποκαλύπτει την πύλη του με το πάτημα ενός κουμπιού ως τεχνολογικό γκάτζετ – ξεπροβάλλουν οι εκπλήξεις μιας απρόοπτης γέννησης. Άλλοτε δυστοπική, άλλοτε ευτοπική, κάθε μορφή βγαίνει στο φως σαν ένας οιωνός για το ανθρώπινο πεπρωμένο.

Η έκθεση αποτελείται από μία πολυμερή γλυπτική εγκατάσταση με αυγά και κοράκια, βασισμένη στην ιδέα της αιώνιας επανάληψης του ίδιου και της διαρκούς παραλλαγής του. Σαν κάθε ανθρώπινη ζωή, που έχει πάντα το ίδιο τέλος αλλά πολύ διαφορετική πορεία, τα αυγά είναι όμοια αλλά και εντελώς διαφορετικά. Η κοινωνία (άλλοτε ως δημιουργός κι άλλοτε ως καταστροφέας) ενσωματώνεται στο αυγό του ανθρώπου και γίνεται μέρος μιας εκπληκτικής γέννησης.

Πολεμικές οβίδες, μια κάνουλα που βγάζει χρώμα, ένα πόδι κατσίκας, μια μάσκα οξυγόνου, ένα αυγό που γεννάει αυγά – μερικές από τις εκδοχές της εικονοπλασίας του καλλιτέχνη που, φλερτάροντας τολμηρά με τον σουρεαλισμό και την ποπ-αρτ, μιλά για τα εναγώνια υπαρξιακά ερωτήματα «ποιος είμαι/ πού ανήκω/ με τι εργαλεία θα ανοίξω δρόμο/ ποια εργαλεία θα με εξουσιάσουν». Χρόνος, χρώμα, χρήμα, ζωή, θάνατος, άτομο, κοινωνία˙ όλα τά ‘χει το αυγό.

 

Σε κάθε ένα από τα αινιγματικά ωά, ο Απόστολος Γιαγιάννος ενώνει σφαιρικά την αρχή και το τέλος, το αίτιο και το αιτιατό. Η τέχνη υποδέχεται τον κόρακα, πιστωτή του χρόνου που κρούει την πόρτα, και απαντά με πρωτοτυπία και πικρό χιούμορ. Εκδοχές μιας χαρούμενης επιστήμης, που παίρνει το σχήμα και το χρώμα του πανηγυρικού σαρκασμού, περίπου τρεις εξάδες αυγά από μπρούντζο έρχονται να ενώσουν την ύλη της καθημερινότητας με μια μεταφυσική προφητεία. Καθένας βρίσκει το αυγό που τον καθρεφτίζει. Στην γκαλερί Genesis, μέχρι τις 14 Οκτωβρίου.

 

Απόστολος Γιαγιάννος_Θηλαστικό_Genesis gallery_210917

Απόστολος Γιαγιάννος, Θηλαστικό,  Ορείχαλκος και βαλσαμωμένο πόδι τράγου, 2017

 

Απόστολος Γιαγιάννος_Θάλασσα_Genesis gallery_210917

Απόστολος Γιαγιάννος, Θάλασσα, ορείχαλκος, κοχύλι, ακρυλικό, 2017

 

***

Φωτογράφιση: Κώστας Βίττης

 

Το Σώμα της Λέξης / Σεμινάριο Μάιος 2017

Afisa_Seminar_May2017

«Το Σώμα της Λέξης»

για την οπτική αντίληψη της γραφής

Πέμπτη 18 έως και Σάββατο 20 Μαΐου

Εισηγήσεις: Μαρία Γιαγιάννου, Αλέξανδρος Μαγκανιώτης

Συντονίστρια: Γεωργία Τσουδερού

Χώρος:  Βιβλιοθήκη Βολανάκη – White Rabbit (Στουρνάρη 11, Εξάρχεια)

Συμμετοχή: 70€ (50€ μειωμένο)

Maganiotis-Yiayiannou

.

Περιγραφή

Το τριήμερο εργαστήριο «Το Σώμα της Λέξης» του φετινού Μαΐου επικεντρώνεται στην εικαστική/οπτική αντίληψη της γραφής και αποτελείται από δύο κεντρικές θεματικές ενότητες: Α΄ενότητα (Το γράμμα μεταμορφώνεται: Η αλφάβητος των εικόνων & οι εικόνες της αλφαβήτου). Αφορά στη σύνδεση γράμματος/λέξης/κειμένου με το εικονιστικό περιβάλλον το οποίο περιγράφουν ή στο οποίο εντάσσονται. Β΄ενότητα (Οι χειρονομίες σημαίνουν: Από τις παραδοσιακές εικόνες στο σύμπαν των τεχνικών εικόνων). Ασχολείται τόσο με την παραδοσιακή χειρονομία δημιουργίας εικόνας όσο και με το πέρασμα στην ψηφιακή εικονοσύνθεση, σε σχέση με τη λειτουργία της γραφής. Οι δύο παραπάνω ενότητες προσεγγίζονται δημιουργικά στο πλαίσιο του εργαστηρίου του Αλέξανδρου Μαγκανιώτη (εικαστικός-αρχιτέκτων) και θεωρητικά στην εισήγηση της Μαρίας Γιαγιάννου (συγγραφέας-θεωρητικός τέχνης).

*Σημαντική Σημείωση: Το σεμινάριο δεν έχει σχέση με μαθήματα δημιουργικής γραφής. Πρόκειται για τη δημιουργική συνάντηση εικαστικών εργαστηρίων και εισηγήσεων θεωρίας της τέχνης. Το εργαστήριο απευθύνεται σε όποιον ενδιαφέρεται να το παρακολουθήσει, καθώς και σε φοιτητές και ενήλικες με σχετικά γνωσιακά, αισθητικά και επαγγελματικά ενδιαφέροντα. Στο τέλος του εργαστηρίου θα παραδίδεται βεβαίωση συμμετοχής.

 

 .

Πρόγραμμα

Πέμπτη 18 Μαΐου

Το γράμμα μεταμορφώνεται:

η αλφάβητος των εικόνων & οι εικόνες της αλφαβήτου

 

16:30–18:30: Μαρία Γιαγιάννου (αισθητική ανάλυση: εικαστικά)

19:00–21:00: Αλέξανδρος Μαγκανιώτης (εικαστικό εργαστήριο)

 

Παρασκευή 19 Μαΐου

Οι χειρονομίες σημαίνουν:

Από τις παραδοσιακές εικόνες στο σύμπαν των τεχνικών εικόνων

 

16:ο0–18:00: Μαρία Γιαγιάννου (αισθητική ανάλυση: Facebook)

18:30–20:30: Aλέξανδρος Μαγκανιώτης (εικαστικό εργαστήριο)

 

Σάββατο 20 Μαΐου

12:00 – 13:00: Video reading (Συνομιλία online, με παράλληλη μετάφραση, με τον Ιταλό συγγραφέα στο πεδίο της πειραματικής λογοτεχνίας, Giovanni Campi).

13:00-14:00: Guest (Παρουσίαση για την ένταξη του γράμματος σε ψηφιακό περιβάλλον)

 14:00-15:00: Συζήτηση

 

{Ενημερώσεις στη σελίδα του facebook}

ChryssaSign

 

Φωτό: Η Chryssa Vardea σε αναζήτηση υλικού για τα έργα της.

***

Για δήλωση συμμετοχής

Στοιχεία επικοινωνίας: 

6942909241

giorgia_ts67@yahoo.it,

almaganiotis@gmail.com

m.yiayiannou@gmail.com

Ο συγγραφέας Γιώργος Ιωάννου για τον ζωγράφο Απόστολο Γιαγιάννο/ 1979

Apostolos Yayannos _Landscape_1974

«ΓIAΓIANNEIOΣ» TOΠIOΓPAΦIA / Κείμενο του συγγραφέα Γιώργου Ιωάννου για τη ζωγραφική του Απόστολου Γιαγιάννου / 1979

Παρακολουθώ, πως όσο περισσεύουν οι άνθρωποι, όσο συμπαρατίθενται οι κατασκευές και μπουκώνει αυτή η ατμόσφαιρα, τόσο και συχνοεμφανίζεται η ερήμωση της ζωής στα τοπία ορισμένων ζωγράφων του καιρού μας. Δεν είναι, βέβαια, η εξεικόνιση καμιάς επιθυμίας σφοδρής για απομόνωση μέσα σ’ ένα τοπίο εντυπωσιακά λιτό, ούτε, ασφαλώς, είναι απλά και μόνο η ζωγραφική απόδοση της σύγχρονης ανησυχίας για την πυκνόρρευστη ρύπανση όπου μέσα της πλατσουρίζουμε, αλλά είναι, θαρρείς, μια επίμονη ενόραση, κάτι το βαθιά προφητικό, συνυφασμένο πια με τη θέα των εμπειρικών μας τοπίων. Δεν ημπορούν οι ζωγράφοι αυτοί – και όχι μόνον οι ζωγράφοι, βέβαια – να βλέπουν ακόμα τα τοπία με ειδυλλιακή διάθεση και αθωότητα, αλλά ούτε καν με ρεαλιστική διάθεση, μα μονάχα προορατική, παθητικά προορατική, σαν αναπόφευκτη μοίρα.

Tα τοπία της ερημιάς και της μόλυνσης δεν είναι κατ’ ανάγκη και για τη ζωγραφική δυσάρεστα. Φανταστικά καθώς είναι, ψυχοπαθητικά καθώς είναι, δίνουν, σηκώνουν μάλλον, χρώματα ονειρικά, εννοώ εφιαλτικά, μη φυσικά, μη φυσιολογικά, σε θέσεις και συμπαραθέσεις και συμπυκνώσεις και συνδυάσεις και συνυπάρξεις και συνθέσεις –ναι συνθέσεις, αυτό ήθελα τόση ώρα να πω – όπως στου Aπόστολου Γιαγιάννου τα τοπία αυτά, που με κάνουν και γράφω, βλέποντάς τα, το σημείωμα αυτό, και που μου δείχνουν ταυτόχρονα την πάνω επιφάνειά τους, αυτήν που ξέρουμε ή θα ξέρουμε, μάλλον θα ξέρουν οι μεταγενέστεροι, ενώ εμείς θα ’μαστε από μέσα εκεί, στα σπλάχνα αυτά σφηνωμένοι, όπου παράλληλα στο κάτω μέρος του δήθεν τοπιογραφικού αυτού πίνακα συνηθάει ν’ ανοίγει και να ζωγραφίζει ο Aπόστολος Γιαγιάννος, ένα λιθαράκι κι εμείς– μακάρι και λίγο έγχρωμο.

H Γιαγιάννειος αυτή τοπιογραφία είναι τοπιογραφία σε βάθος, πρώτα-πρώτα υλικό. Όχι μόνο η επιφάνεια και η βιολογική ερήμωσή της, αλλά και πιο κάτω η δόμησή της, τα στρώματά της, τα χρώματα, οι φλέβες της αυτές που απομυζούν και χωνεύουν τελικά τα πάντα, μη χαμπαρίζοντας και πολύ από βιολογική μόλυνση. Kι ακόμα τα κύματα της ύλης, ζεστά ή πετρωμένα, οι φουρτούνες της, κάτω από μια φλουδίτσα ήρεμης επιφάνειας. Kι ακόμα κάτι πράγματα μακρουλά, θεόρατα, τεράστιες τορπίλες, θαμμένοι πύραυλοι, θαμμένη ίσως γονιμότητα, σε σχήματα κάπως σκανδαλιστικά. Δεν είναι ανάγκη να τα βλέπουμε όλα με τη φοβερή όψη τους …

Tελικά, βέβαια, κοιτάζοντας τα τοπία του Aποστόλη αρχίζεις για πολλά τους ν’ αμφιβάλλεις, αν πρόκειται για τοπία, έστω και ξεκοιλιασμένα , ρημαγμένα και παντέρημα, και λες μήπως πρόκειται για υποκειμενική εντελώς, υπερρεαλιστική απόδοση τοπίων μεταφυσικών, που παύουν βέβαια να λέγονται τοπία ή μήπως πρόκειται για απλές συμπαραθέσεις χρωμάτων καινούργιων, συνθετικών, απ’ αυτά που τόσο θέλγουν την όρασή μας, κι άς κάνουμε ακόμα πως μισούμε τα προϊόντα τα πλαστικά, μια και είναι της μόδας αυτό στην περιοχή μας, ενώ στην πραγματικότητα τα λατρεύουμε, υπνωτιζόμαστε, ναρκωνόμαστε, από τα χρώματα αυτά τα ψυχεδελικά, από τις ύλες αυτές τις πλαστικές, από τις οποίες κατά μέγα μέρος και σωματικά αποτελούμαστε.

Eγώ δεν ξέρω και πολύ από όρους της ζωγραφικής τεχνικής, γι’ αυτό και τους αποφεύγω. Πολύ θα ήθελα να παραθέσω τώρα μια σελίδα ολόκληρη με τα ονόματα των συνθετικών χρωμάτων με τα οποία δουλεύει η σημερινή ζωγραφική και ο Γιαγιάννος, βέβαια, είτε στα τοπία του αυτά, όπου το επίκεντρό τους είναι μια θάλασσα σχεδόν μαβιά ή ένα κομπάλτιο σχεδόν θαλασσί, είτε στα άλλα όπου επικρατούν όλες οι αποχρώσεις ενός πεθαμένου φεγγαρόφωτου, που ίσως να είναι και ήλιου φως, μές στην αιθαλομίχλη. Πάντως, βλέποντας τα τοπία του Aπόστολου Γιαγιάννου, κανοναρχιέμαι επίμονα από τους σεφερικούς στίχους του Έλιοτ, που τόσο με τυράννησαν εκ νεότητός μου:

… Δε σου δίνει σκέπη το πεθαμένο δέντρο,

κι ο γρύλος ανακούφιση,

Kι η στεγνή πέτρα ήχο νερού…

O Γιαγιάννος δεν ζωγραφίζει μόνο τοπία

ΓIΩPΓOΣ IΩANNOY

Περ. «ZYΓOΣ», Mάϊος – Iούνιος 1979

Apostolos Yayannos_Landscape_c.1980

Apostolos Yayannos_Landcape_c.1980

 

Apostolos Yayannos_Composition_1981

Apostolos Yayannos_Composition_1981

 

Apostolos Yayannos_Landscape_c.1990

Apostolos Yayannos_Landscape_c.1990

 

Apostolos Yayannos_Landscape_2003

Apostolos Yayannos_Landscape_2003

 

Μάριον Ιγγλέση / homo faber / έκθεση

.

Θα χαρούμε πολύ να σας δούμε

στα εγκαίνια της ατομικής έκθεσης της

Μάριον Ιγγλέση

// HOMO FABER //

Πέμπτη 12 Ιανουαρίου, 19.30 

στην αίθουσα τέχνης

«Έκφραση – Γιάννα Γραμματοπούλου» (Βαλαωρίτου 9α)

*

Θεωρητική επιμέλεια/ κείμενο: Μαρία Γιαγιάννου

v5

Ένα ανορθόδοξο κοπάδι γαϊδάρων ακροβατεί πάνω στα κιβώτια μιας αέναης μετακόμισης˙ μια πολιτεία Λωτοφάγων λιώνει μέσα στη γλυκιά απάθεια της λήθης του σώματος˙ μια σειρά πολύχρωμων χαρακτικών γίνεται η υφασμάτινη βάση μοτίβων επικοινωνίας προς εξαφάνιση. Δύο γλυπτικές εγκαταστάσεις και μία σειρά χαρακτικών συνθέτουν ένα σύνολο αφηγηματικών παραλλαγών πάνω στο θέμα της (επιτυχημένης ή όχι) προσπάθειας του ανθρώπου να ελέγξει τη μοίρα και το περιβάλλον του με τη χρήση εργαλείων. Το γαϊδούρι, ο λωτός, η γραφή – και φυσικά το ίδιο το ανθρώπινο σώμα – είναι τα πολυεργαλεία που επιλέγει η Ιγγλέση να ανιχνεύσει με χιούμορ, συμπόνια και σαρκασμό.

Ο πηλός stoneware είναι η πρώτη ύλη της εγκατάστασης από γαϊδούρια που μάχονται, υπερίπτανται, υπερφορτώνονται, καθώς και της ομάδας μοναχικών ανθρώπινων σωμάτων που μοιάζουν αδειασμένα. Σε αντίστιξη με τα γκρίζα γλυπτά οι λινοτυπίες, σε πολύ λεπτό χαρτί που η εικαστικός το μεταχειρίζεται σαν ύφασμα, έχουν πανηγυρικά χρώματα που συχνά υποκρύπτουν ένα σκοτεινό μήνυμα παραπέμποντας στην υφαντική τέχνη της Δυτικής Αφρικής. Η πολύγλωσση ταυτότητά της Ιγγλέση και η εμπειρία της στις χώρες της Αφρικής αφήνουν το στίγμα τους στην έκθεση Homo Faber, αποκαλύπτοντας ένα είδος «αφρικάνικης κρυπτομνησίας», που διαπερνά τόσο τις γλυπτικές της εγκαταστάσεις όσο και το πανόραμα των χαρακτικών.

Η πεισματική επιβίωση της ανθρωπότητας σε διελκυστίνδα με την πεισματική αυτοκαταστροφή της, ανοίγει τις πύλες προς ένα θέμα που προσεγγίζεται υπαινικτικά και εις βάθος, μέσα από την επεξεργασία και παρουσίαση τριών συστημάτων που αρχικά μοιάζουν απόμακρα μεταξύ τους, μέχρι κανείς να διακρίνει το λεπτό νήμα που τα ενώνει. Η καλλιτέχνις καταθέτει την εικαστική της μελέτη πάνω στα ανθρώπινα εργαλεία, με μια ευρεία έννοια, ως προεκτάσεις του νου. Κάθε επινόηση απολήγει στα χέρια, τα οποία ασκώντας την εκτελεστική εξουσία, χτίζουν τα όρια της δράσης και ρυθμίζουν τη μοίρα του ανθρώπου-δημιουργού σε συνάφεια με τη μοίρα του ζώου. Η ίδια η καλλιτέχνις, ως Homo Faber, κατασκευάζει ένα αισθητικό σύμπαν με πολιτική και διαπολιτισμική σημασία.

Βιογραφικό 

Η Μάριον Ιγγλέση γεννήθηκε στην Αθήνα και έζησε στη Γκάνα, τη Νιγηρία, το Λίβανο, την Ιταλία, τις ΗΠΑ, και τη Γαλλία. Είναι εικαστικός, σκηνογράφος και επιμελήτρια εκθέσεων. Μετά το πτυχίο Αγγλικής λογοτεχνίας στο Deree College, Αθήνα (1982-85), έκανε Μεταπτυχιακό (M.F.A.) στη σκηνογραφία θεάτρου στο Brandeis University, Βοστόνη (1986-89). Εργάστηκε ως σκηνογράφος στη Νέα Υόρκη, την Αθήνα και το Παρίσι, στο θέατρο, την όπερα, τον κινηματογράφο και τη διαφήμιση (1989 -2003). Από το 2005 έως το 2009 ήταν υπεύθυνη για τη διοργάνωση και την επιμέλεια εκθέσεων στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Μεταξύ 2009 και 2014 σπούδασε στο Τμήμα Εικαστικών & Εφαρμοσμένων Τεχνών του Α.Π.Θ., απ’ όπου πήρε πτυχίο Ζωγραφικής το 2014. Το 2010-11 πήγε με υποτροφία ERASMUS στο Istanbul Bilgi University, Κωνσταντινούπολη, όπου εστίασε στο animation, στην τυπογραφία και στη φωτογραφία. Η δουλειά της βρίσκεται σε ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα, τη Γαλλία, την Τουρκία και την Ελβετία καθώς και στη συλλογή του Μακεδονικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης. Η έκθεση Homo Faber είναι η δεύτερη ατομική της.

* Τη θεωρητική επιμέλεια και το κείμενο της έκθεσης υπογράφει η συγγραφέας Μαρία Γιαγιάννου.

Διάρκεια: 12 Ιανουαρίου – 4 Φεβρουαρίου 2017

marion-inglessi_homo-faber-linocut-print-190x100

marion-inglessi_homo-faber-lotus-eater-stoneware-19-x16-x18

Περισσότερα στοιχεία, στο fb event: εδώ

Με την κόρη μου/ Περπατώντας

…προς το βίντεοκλαμπ

Καισαριανή-Σπίτι-photo by MaYia

kaisariani

Εφτά κιλά και βάλε. Η μέση μου άρχισε να διαμαρτύρεται. Κάθε απόγευμα ζώνομαι την κόρη μου στον μάρσιπο και βγαίνουμε περατζάδα πάνω από την πλατεία. Κάνουμε την ίδια βόλτα καθημερινά και παρατηρούμε τη γειτονιά με ηθογραφική δίψα. Την κυρία του γραφείου κηδειών που βλέπει πάντα Τροχό της Τύχης (χιούμορ που το ‘χει ο Χάρος), τον τρε-τζόρνι χασάπη που πίνει φραπέ / «πού πάτε κορίτσια;»/, τον νεαρό γαλατά που την καλοπιάνει, ένρινα και με γρέζι / «γεια σου, σκατούλα»/. Προσπερνάμε επιδεικτικά τη μοδίστρα, γιατί μου χρέωσε 12 ευρώ ένα φερμουάρ. Ανταλλάσσουμε χαιρετισμούς (αρχικά αμήχανα, πλέον με την αβρότητα μιας γειτνίασης που συνηθίστηκε) με τις τρεις μεσήλικες γυναίκες που μαζεύουν σκουπίδια από τους κάδους έξω απ’ τον Σκλαβενίτη. Αποφεύγουμε με σλάλομ και εκλεπτυσμένες τεχνικές butoh τους περαστικούς που τη φτύνουν μη τη ματιάσουν. Φτάνουμε μέχρι τα κορίτσια του βίντεο-κλαμπ˙ κάτω από τη λευκή φωταψία, τον kiss fm και την πλαστική πολυχρωμία των ταινιών, της μιλάνε με την πιο γλυκιά φωνή τους. Κι εκείνη τούς κοιτάζει όλους με άκρα σοβαρότητα και κάτι μάτια ολοστρόγγυλα, έκπληκτα μπροστά στο μεγαλείο της ζωής που συγκεντρώθηκε Κλαζομενών και Εθνικής Αντιστάσεως.

kaisariani walls

Τώρα πια που όλοι κατεβάζουν τις ταινίες από το Ίντερνετ, για μένα το βίντεο-κλαμπ έχει ανανεώσει το νόημά του, είναι η ρετρό Ιθάκη μου της Καισαριανής – μου δίνει το ωραίο περιπατητικό ταξίδι. Δυστυχώς, στον δρόμο η σπονδυλική μου στήλη γίνεται κι αυτή ρετρό/ βίντατζ/ σέκοντ χαντ. Ακολουθώντας το διεστραμμένο παράδειγμα του «Ανθρώπου-Μηχανή» οραματίζομαι παρεμβάσεις επιστημονικής φαντασίας: να τοποθετήσω στη μέση μου μηχανικές αναρτήσεις, ανθεκτικά ελάσματα στη λεκάνη μου, στις γάμπες μου ατσάλινες ράβδους, φαρδιά μαξιλάρια στις ωμοπλάτες μου και στις φτέρνες μου τροχούς, να τρέχω ακάθεκτη σαν τον Τροχό της Τύχης, να μπορέσω ν’ αντέξω κι άλλο τα λατρεμένα της κιλά. Θέλω ν’ αντέξω κι άλλο, είναι πολύ νωρίς ακόμα. Να έχω προνομιακή θέση πάνω από τα μαγουλάκια που φραουλιάζουν από τη ζέστη και πάνω από τις αέρινες βλεφαρίδες της και να της φτιάχνω το σκουφί. Ν’ ακουμπάει το στρογγυλό κεφαλάκι στο στήθος μου κι εγώ να της προσφέρω την αιώρηση. Αν μπορούσα να παρατείνω για εκείνη αυτό το τραμπολίνο στον αέρα. Όσο η μέση μου πιέζεται και οι σπόνδυλοι συναντιούνται, τόσο νιώθω την ανάγκη να την κάνω να πετάει αβαρής σαν μπαλονάκι. Να συνεχίσουμε κι άλλο αυτή την εξωτική ηθογραφική βόλτα, δυο ενωμένα καγκουρώ στην Εθνικής Αντιστάσεως. Ν’ αντιστεκόμαστε στο εθνικό βάρος. Και στα κιλά μας, στα κιλά της πόλης, στη βαρύτητα που μεγαλώνει.

Καισαριανή-Μπαλόνι στ' αγκάθια

Η βόλτα μέχρι το βίντεο-κλαμπ είναι η χρονομηχανή μου. Με πηγαίνει πίσω και μπροστά. Με τη μικροσκοπική μου αγάπη στην αγκαλιά μου, σαν μετα-παραδοσιακή μάνα της ηθογραφίας του Γύζη/ του Λύτρα/ του Ιακωβίδη, μα σε αστικό πίνακα κινούμενο/ υπερσύγχρονο/ οπ αρτ σχεδόν/ ή μάλλον apropriation art του μεταμοντέρνου ρεπερτορίου, με τα λάδια των χρωμάτων να ενώνονται με τα λάδια που αφήνει πίσω του το 224, κινούμαι ταυτόχρονα προς τα φωτεινά eighties και προς τη μετεξέλιξή μου σε cyborg. Μια lady pac-man με μάρσιπο σαρώνω στο πέρασμά μου τα ψίχουλα που είχα αφήσει πίσω μου, για να μου θυμίζουν από πού ήρθα (προήλθα από έναν μάρσιπο κι εγώ, τόσο αυτονόητο γεγονός κι όμως δεν το είχα συνειδητοποιήσει), και τώρα τα βρίσκω μπροστά μου. Καταβροχθίζουμε τη διαδρομή μας προς το βίντεο-κλαμπ που αστράφτει σαν ντισκομπάλα και κατατροπώνουμε όλα τα φαντάσματα. Εκτός από ένα: το Φάντασμα της Ταχύτητας του Χρόνου. Αόρατο/ αποτελεσματικό/ τροχήλατο/ ασπόνδυλο, εγκατεστημένο μεταξύ των σπονδύλων μου.

Όμως όχι. Δεν θα το αφήσουμε να μας φάει. Παίρνουμε φόρα, τα μαγουλάκια της φραουλιάζουν, ανοιγοκλείνουμε τα βλέφαρα σαν φτερουγίτσες, τα μάγουλά της ξαναφραουλιάζουν, δίνουμε ένα σάλτο, αιωρούμαστε πάνω από τις λακούβες και, ναι, περνάμε μέσα από το ΦΤΧ (φάντασμα ταχύτητας χρόνου). Θα συνεχίσουμε τον δρόμο από και προς το βίντεο κλαμπ και δεν χρειάζεται ν’ αντισταθούμε, γιατί είμαστε η αντίσταση/ έστω κι έτσι, στον μικρόκοσμο που φτάνει μέχρι πάνω απ’ την πλατεία.

Νοέμβριος 2016

Καισαριανή - Αυτοκόλλητο βιτρίνας

Καισαριανή-Ζωγράφοι-Τσε_by MaYia

Kaisariani-walls

Kaisariani-Filos_photo by MaYia

Έκθεση Ελεάννας Μαρτίνου: ΑΥΤΟΠΤΕΣ/EYEWITNESSES @ Tseliou Gallery

Θα χαρούμε να σας δούμε

Τρίτη 22 Νοεμβρίου

στα εγκαίνια της ατομικής έκθεσης της

Ελεάννας Μαρτίνου

Αυτόπτες/Eyewitnesses

στην γκαλερί Ελευθερία Τσέλιου

(Ηρακλείτου 3, Κολωνάκι)

*

Η έκθεση συνοδεύεται από το θεωρητικό κείμενο

της Μαρίας Γιαγιάννου

το οποίο θα βρείτε δημοσιευμένο στη Bookpress.

*

martinou1

«Η καλλιτέχνις, πιστή στη νεωτερικότητα που αγαπά τα χρωματικά συμβάντα των δύο διαστάσεων, ακυρώνει το βάθος πεδίου και αφήνει τις κεφαλές της να επιπλέουν στις δύο διαστάσεις, ως σχεδίες. Ως σχεδίες πράγματι, αφού διασταυρώνουν τα υλικά τους με σκοπό τη διάσωση του εαυτού: κι ας είναι ένας εαυτός χτισμένος από υπαινιγμούς, από διάσπαρτες λέξεις, από χαρακιές. Η ριγωτή τους σύνθεση (όπου και η κηλίδα ακόμα λειτουργεί σαν μια ρίγα που δεν βγήκε στο δρόμο, μια ρίγα που βάλτωσε) ενώνει στα πορτραίτα της το πίσω με το μπρος˙ το πρόσωπο με τη μάσκα του.»

{Για την έκθεση της Ελεάννας Μαρτίνου, απόσπασμα από το κείμενο «Εαυτόπτες»  (Μ. Γ.)}

*Περισσότερες πληροφορίες εδώ*

invitation-martinou